νας Γέροντας διηγήθηκε, πώς κάποιος νεαρός κ’ ἔμορφος μαγιστριανός, πού ὑπηρετοῦσε στίς οἰκονομικές ὑπηρεσίες τοῦ βασιλιᾶ, εἶχ’ ἕνα φίλο ἄρχοντα σέ μιά πολιτεία, καί ὅταν πήγαινε σ’ ἐκεῖνα τά μέρη ἐκόνευε στό σπίτι του, ὅπου τόν δεχότανε μέ πολλή ἀγάπη κ’ ἐκεῖνος καί ἡ νεαρά γυναίκα του· ἔτρωγε κ’ ἔπινε μαζί τους καί κοιμότανε, εἴτε ἦταν ὁ ἄντρας της εἴτε ὄχι στό σπίτι. Ὅμως, μέ τό νά συχνάζει στό σπίτι τους ὁ ἔμορφος μαγιστριανός, ἄρχισαν κάποιοι πονηροί λογισμοί ν’ ἀνεβαίνουν στήν καρδιά τῆς νέας γυναίκας, δίχως αὐτός νά ξέρει τίποτε. Μά κ’ ἐκείνη, μέ πολλή σωφροσύνη φερόμενη, δέν τόν ἄφησε νά ἰδεῖ τό παραμικρό ἀπό τίς ἐπιθυμίες της, καί ὑπέφερε μόνη της. Ὅταν, κατά τή συνήθειά του, ὁ μαγιστριανός πῆγε σέ ἀποστολή, ἐκείνη ἔπεσε ἄρρωστη ἀπό τόν καημό της. Ὁ ἄντρας της κουβάλησε τούς καλύτερους γιατρούς, κι ἀφοῦ τήν ψηλάφησαν παντοῦ, εἶπαν στόν ἄντρα της:
Πρόκειται, μᾶλλον, γιά κάποιο ψυχικό πάθος, διότι τό σῶμα της δέν ἔχει τίποτε, πού νά δείχνει ἀσθένεια.
Τότε, μόλις ἔφυγαν οἱ γιατροί, κάθεται πάλι κοντά της ὁ ἄντρας της καί τήν παρακαλεῖ θερμά νά τοῦ πεῖ τί ἔχει, τί τῆς συμβαίνει.
Ἐκείνη, ἀπό σεβασμό καί ἀπό ντροπή, κοκκίνισε καί στήν ἀρχή δέν ἤθελε νά πεῖ τίποτε. Σιγά - σιγά, ὅμως, ὁμολόγησε τήν αἰτία, λέγοντας:
Ξέρεις καλά, κύριέ μου, πώς, εἴτε ἀπό φιλία καί ἀγάπη, εἴτε ἀπό ἁπλότητα, φέρνεις στό σπίτι μας νέους ἄντρες· κ’ ἐγώ, σάν γυναίκα, πληγώθηκα ἐρωτικά μέ τόν ὡραῖο μαγιστριανό...
Ἀκούγοντας αὐτά τά λόγια ὁ ἄντρας της, σάν νά καθησύχασε. Καί ὅταν, ὕστερ’ ἀπό λίγες μέρες ξαναῆρθε ὁ μαγιστριανός, πῆγε νά τόν προϋπαντήσει ὁ ἄντρας της, καί τοῦ λέει:
Γνωρίζεις καλά, ἀδερφέ μου, πόσο σ’ ἐκτιμῶ καί μέ πόση ἀγάπη σέ δεχόμουνα, κ’ ἐγώ καί ἡ γυναίκα μου· ἀλλά, μέ τό νά μένεις κάποτε μόνος σου καί νά τρῶς μέ τή γυναίκα μου, ἐκείνη, ὄντας ἀδύνατη, ἄρχισε νά πληγώνεται ἀπό ἐρωτικά αἰσθήματα μαζί σου καί τώρα εἶναι σοβαρά ἄρρωστη.
Σάν τ’ ἄκουσε αὐτά ὁ μαγιστριανός, ὄχι μονάχα δέν ἔνιωσε τίποτε πονηρό μέσα του, ἀλλά λυπήθηκε πάρα πολύ καί λέει στό φίλο του:
Μή λυπᾶσαι καθόλου, ὁ Θεός θά μᾶς βοηθήσει.
Κι ἀμέσως φεύγει, κόβει ὅλα τά μαλλιά του, ξυρίζει τό κεφάλι του, καί τό πρόσωπό του· ἔφτασε νά κάψει ἀκόμη καί τά φρύδια του, ὁπότε ὅλη ἐκείνη ἡ ὡραιότης του ἐξαφανίστηκε, κ’ ἔγινε σάν λεπρός ἀπό χρόνια. Φοράει ἕνα φακιόλι καί ἀνεβαίνει στό σπίτι τοῦ φίλου του. Ἐκεῖ βρίσκει τήν ἄρρωστη γυναίκα στό κρεββάτι, καί δίπλα της καθόταν ὁ ἄντρας της. Μέ μιά κίνηση βγάζει τό φακιόλι καί ξεσκεπάζει τό κεφάλι καί τό πρόσωπό του, λέγοντας:
Ἰδού πῶς μ’ ἔκαμε ὁ Κύριος!
Μόλις ἐκείνη τόν ἀντίκρυσε, θαύμασε πῶς ἀπό τήν τόσην ὡραιότητα κατάντησε σέ τέτοιαν ἀσκήμια!...
Βλέποντας ὁ Θεός τήν ἐνάρετη στάση τοῦ μαγιστριανοῦ, πῆρε τόν πόλεμο τῶν πειρασμῶν ἀπό τή νέα γυναίκα, ἡ ὁποία σηκώθηκε γερή, ὅπως πρῶτα, δίχως πονηρούς λογισμούς καί ἄρρωστα αἰσθήματα. Τότε ὁ μαγιστριανός παίρνει τόν ἄντρα της ἰδιαιτέρως καί τοῦ λέει:
Ἰδού, πού μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ γυναίκα σου εἶναι πάλι ἐντελῶς καλά. Δέν ὑπάρχει πρόβλημα πιά νά θυσιάζει κανείς τήν ψυχή του ἀπό ἀγάπη, ἀποδίδοντας ἀγαθό στό ἀγαθό.
Π. Πάσχου ΕΡΩΣ ΕΡΗΜΟΥ
Μικρό Γεροντικό Δ
Μικρό Γεροντικό Δ
Από το περιοδικό ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ (σελ.31)
ΤΕΥΧΟΣ 33’
----------------------------
Περιοδική Ἔκδοσις
Ἱεραποστολικοῦ Φιλανθρωπικοῦ Mορφωτικοῦ Συλλόγου «METAMOPΦΩΣIΣ TOY ΣΩTHPOΣ»
Tσουκαλάδες Παραβόλας Ἀγρινίου
Ἱεραποστολικοῦ Φιλανθρωπικοῦ Mορφωτικοῦ Συλλόγου «METAMOPΦΩΣIΣ TOY ΣΩTHPOΣ»
Tσουκαλάδες Παραβόλας Ἀγρινίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου