Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Ο Απόστολος Βαρνάβας




ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Απόστολος Βαρνάβας, δεν ήταν μόνο ο ιδρυτής κι ο θεμελιωτής της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά και ο δραστήριος και ταπεινός εργάτης της πίστης μας, που πάντο­τε λάμβανε πρωτοβουλία για την επίλυση δύσκολων εκκλησιαστικών θεμάτων, όταν οι άλλοι Απόστολοι δυσκολεύονταν να τα λύσουνε.

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Αγιος Λουκάς Συμφερουπόλεως - Κριμαίας

Ο Βίος και οι Ομιλίες του Αγίου Λουκά απευθύνονται σε θνητά όντα που αναζητούν την χαμένη, αθάνατη θεική τους ταυτότητα.


Ο Αγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς ( Βαλεντίν Βόινο-Γιασενέτσκι ) , έζησε στήν χειρότερη περίοδο της νεώτερης Ευρωπαϊκής ιστορίας, μέσα σε ένα καθεστώς εχθρικό προς κάθε θρησκεία αλλά και ελευθερία. Έζησε και πάλεψε σαν Ιατρός και απλός πολίτης σε 2 παγκόσμιους πολέμους και δεκάδες κινήματα η επαναστάσεις.

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Η ζωή του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας καί ἡ ἱστορική ἀλήθεια-Μέρος 1ο


π. Γεώργιος Μεταλληνός ξεσκεπάζει μία Δυτικόφερτη συνωμοσία τῶν ἀρχαίων Παγανιστῶν, τήν ὁποία συνεχίζουν νά συντηροῦν σέ συνεργασία Νεοπαγανιστές καί Προτεστάντες!

ἑορτή τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καί τῆς μητέρας του, τῆς ἁγίας Ἑλένης, πού εἴχαμε πρίν ἀπό δύο μέρες, ἐπικαιροποιεῖ τό θέμα τό ὁποῖον ἐξαγγείλατε προηγουμένως.

Άγιος Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη




Ιmperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus Augustus ήταν το πλήρες όνομα του Μ. Κωνσταντίνου από το 324 που έγινε μονοκράτωρ. Κώνστας είναι η constantia είναι η σταθερότης, η δύναμη του χαρακτήρος, και τα δύο από το ρήμα ίσταμαι και ίστημι, επομένως η προέλευση του ονόματός του εννοιολογικά είναι αρχαιοελληνική, ελληνική. Η στάση των ιστορικών απέναντι στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική, άλλοι τον θεωρούν μέγα θαύμα της ιστορίας και άλλοι κυρίως ειδωλολάτρες όπως ο Ζώσιμος, τον θεωρούν καιροσκόπο. Η Ιστορία όμως τον δικαίωσε.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Λόγος εις τον βίον του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου


ις΄ Δεν δημιουργείται λοιπόν εκπληξις για όλα αυτά; Πώς η υγρά φύσις της θαλασσης με την ρευστή ιδιότητά της, άλλοτε μεν υποχωρεί και δίδει διάβασι το πλοίο, το οποίο κινείται με την ώθησι των ανέμων, άλλοτε δε, αρνείται την φύσι της, δημιουργεί αντίσταση, και σαν άλλη ξηρά κατακρατεί το πλοιό; Πώς δε και ο έυκολα διαχεόμενος αέρας εν μέρει συστέλλεται, και δεν παρασύρει το πλοίο με την ορμητικότητά του, ενώ κανένα άλλο ισχυρότερο σώμα δεν το εμποδίζει; Διότι ως προς την ευκινησία οι άνεμοι πλεονεκτούν σε σύγκρισι με τα ύδτα. Και ακόμη, από το να διαχωριστούν τα νερά της θαλάσσης και να φανή η ξηρά του πυθμένος, το να σταθεροποιηθή σαν ξηρά η ρευστή επιφάνεια της θαλάσσης, τούτο είναι θαύμα όχι μικρότερο. Λοιπόν ας προστεθή και τούρο στα παλαιά θαυμάσια, και ας γίνει θέμα διηγήσεως, και ας υμνηθή και δοξασθή γι' αυτό ο Θεός, για τον Οποίον, τίποτε απολύτως από αυτά που θέλει δεν είναι ακατόρθωτο.

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Οσιος Κυριακος ο Αναχωρητης


Σκίλλης ἀμύνη, Κυριακέ πικρίᾳ
Γεῦσιν γλυκεῖαν, ᾗ θανεῖν κατεκρίθης
Σκιλλοβὀρος δ’ ἐνάτῃ μῦσεν εἰκάδι Κυριακός

Κυριακός ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν ἐγεννἠθη εἰς τὴν Κόρινθον τῆς Πελλοπονήσσου, τὸ ἔτος υμη΄ (448), βασιλεύοντος ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ αυτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ. καὶ ὁ μὲν πατήρ του ἦτο πρεσβύτερος τῆς ἐν Κορίνθῳ Ἐκκλησίας, Ἰωάννης ὀνόματι, ἡ δὲ μήτηρ του ἐκαλεῖτο Εὐδοξία, ἦτο δὲ ἐπίσκοπος Κορινθίων ὁ ἀπὸ μητρὸς θεῖος του Πέτρος, ὅστις καὶ τὸν ἔκαμεν Ἀναγνώστην. Ἀναγινώσκων λοιπὸν συχνάκις ὁ μακάριος Κυριακὸς τὰς Ἱερὰς Γραφάς, ἐθαύμαζε πῶς ὁ Θεὸς ἐξ ἀρχῆς ᾠκονόμησε καὶ ἐποίησε τὰ πάντα διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ πῶς ὑπερεδόξασε τοὺς εὐαρεστήσαντας αύτῷ παλαιοὺς Δικαίους καὶ Προφήτας. μάλιστα δὲ ἐξίστατο, συλλογιζόμενος τὰ ὅσα γράφει τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον.

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής



Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής καταγόταν από επιφανή οικογένεια και γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 580 μ.Χ. Έλαβε τη συνήθη εγκυκλοπαιδική μόρφωση και επιδόθηκε ιδιαίτερα στη σπουδή της φιλοσοφίας. Υπό του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641 μ.Χ.) προσελήφθη ως αρχιγραμματεύς αυτού. Παρέμεινε στη θέση αυτή για λίγα μόνο χρόνια, αλλά διατήρησε τις σχέσεις του και αλληλογραφία με πρόσωπα του δημόσιου βίου.

Αφού παραιτήθηκε, το 614 μ.Χ., από το αξίωμα του αρχιγραμματέως, εγκατέλειψε τον κόσμο και ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Ασκήτεψε σε μονή της Χρυσουπόλεως, που βρισκόταν έναντι της Κωνσταντινουπόλεως και διετέλεσε ηγούμενος αυτής. Εκεί απέκτησε ως μαθητή τον Αναστάσιο, ο οποίος τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή.

Σύμφωνα με την διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου η εργασία των εντολών του Θεού και η συμμόρφωση του βίου του ανθρώπου προς την Θεία διδασκαλία αποτελούν βάση στερεά, επί της οποία θα οικοδομηθεί η πνευματική ανύψωση του νου. Πρώτο βήμα για τον σκοπό αυτό αποτελεί η απόδυση από το νου όλων των παθών που τον ενοχλούν, τα οποία έχουν την βάση και την αφορμή τους στο σώμα. Καλείται δηλαδή ο άνθρωπος να μην ακολουθήσει την κίνηση των αισθητών, να μην γίνει δούλος των φυσικών του ορμών και παθών, αλλά να ακολουθήσει τα υπέρ φύσιν. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται ανάλογα προς την εκλογή. Εκείνος που ακολουθεί την κίνηση των αισθητών υφίσταται και την φυσική φθορά αυτών και συναλλοιώνεται με αυτά, ενώ ο αναστάς «της εμπαθούς περί τα φαινόμενα διαθέσεως, την των φαινομένων έθυσε κίνησιν και την πρακτικήν κατορθώσας έφαγεν αρετήν». Η πράξη της αρετής είναι έργο της ανθρώπινης και της θείας δυνάμεως. Κανένα χάρισμα δεν μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος μόνο με την φυσική του δύναμη. Η επιμονή του Αγίου Μαξίμου στο σημείο αυτό είναι φανερή σε όλη του τη διδασκαλία, διότι φοβάται μήπως ο άνθρωπος περιπέσει στο πάθος της υπερηφάνειας. Ο Θεός, παρατηρεί, έδωσε στον άνθρωπο δύναμη, για να πράττει τις αρετές.

Έτσι, λοιπόν, ασκήτευε ο μακάριος Ομολογητής. Αλλά η περσική απειλή, που είχε δημιουργήσει για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία κρίσιμη κατάσταση, έσπασε την ησυχία του και τον αγώνα του για την κατάκτηση των αρετών από τον τόπο της ασκήσεώς του. Για πολλά χρόνια οι Πέρσες εμφανίζονταν στην ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Φαίνετε δε, ότι κατά την διάρκεια μιας εισβολής τους στη Χρυσούπολη, το 624 μ.Χ., ο Άγιος Μάξιμος αναγκάστηκε να αποσυρθεί με τους μαθητές του νοτιότερα, στην Κύζικο. Εκεί διέμεινε για δύο περίπου χρόνια στη μονή του Αγίου Γεωργίου και συναναστρεφόταν με τον Επίσκοπο Ιωάννη μετά του οποίου αντήλλαξε αργότερα επιστολές. Ίσως να είχε αρχίσει νωρίτερα την συγγραφική του δράση, αλλά ήδη από την εποχή αυτή επιδίδεται εντατικά στο έργο της συγγραφής.

Λόγω συνεχίσεως των Περσικών καταδρομών ο Άγιος υποχρεώνεται να φύγει, το 626 μ.Χ., και από την Κύζικο. Έρχεται για λίγο στην Κρήτη και στην συνέχεια μεταβαίνει στην Αφρική. Θεωρείται δε πιθανό να πέρασε και από την Κύπρο. Στην Καρχηδόνα εμφανίζεται την Πεντηκοστή του έτους 632 μ.Χ., αλλά είχε φθάσει εκεί νωρίτερα. Κατά τα χρόνια αυτά συγγράφει δύο από τα σπουδαιότερα έργα του, το «Προς Θαλάσσιον» και «Περί Αποριών».

Εγκαταβίωσε στην μονή Ευκρατά της Καρχηδόνας, όπου ήταν εγκατεστημένος και άλλος φυγάς, από την Παλαιστίνη, ο Σωφρόνιος. Εκεί έμαθε τις ενέργειες του νέου Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύρου, οι οποίες απέληξαν το 633 μ.Χ. στην ενωτική συμφωνία που διαμόρφωσε την αίρεση του Μονοενεργητισμού. Ο Σωφρόνιος τάχθηκε αμέσως εναντίων της νέας αυτής μορφής της χριστολογικής αιρέσεως. Στην θέση του αυτή τον ακολούθησε ο Άγιος Μάξιμος. Έτσι συμμετείχε στη σύνοδο του Λατερανού, η οποία συγκλήθηκε το έτος 649 μ.Χ. επί Πάπα Ρώμης Μαρτίνου Α’, όπου καταδικάσθηκε ο Μονοθελητισμός  και αναθεματίσθηκαν εκείνοι που ανοήτως δογμάτιζαν ότι ο Χριστός έχει μία μόνο θέληση, τη θεία, σε αντίθεση προς την Ορθόδοξη διδασκαλία, κατά την οποία ο Χριστός έχει δύο θελήσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, ως Θεάνθρωπος. Στην ίδια Σύνοδο αποδοκιμάσθηκε διάταγμα του τότε αυτοκράτορα Κώνσταντος, διά του οποίου δεν επιτρεπόταν η συζήτηση περί Μονοθελητισμού.

Ο αυτοκράτορας Κώνστας (641-668 μ.Χ.) οργίσθηκε γι’ αυτό. Ο Άγιος συνελήφθη από τον έξαρχο και βασιλικό επίτροπο της Ιταλίας Θεοδόσιο και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους δύο φίλους του Αναστασίους. Ο αυτοκράτορας εξόρισε τον Άγιο Μάξιμο, το 655 μ.Χ. στη Βιζύη, μέσα στο Ρήγιο και στην συνέχεια στην πόλη Πέρβερα. Μετά από έξι χρόνια ανακλήθηκε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, όπως και οι συμμοναστές του, για μια Τρίτη προσπάθεια προσεταιρισμού του. Ο Άγιος αρνήθηκε. Αναθεματίσθηκε, κακοποιήθηκε και διαπομπεύθηκε. Η κακοποίηση του Αγίου έδωσε αφορμή για τη διαμόρφωση παραδόσεως περί αποκοπής της γλώσσας και της δεξιάς χειρός αυτού. Μετά από αυτά εξορίσθηκε στη Λαζική του Πόντου, στο φρούριο Σχίμαρις, όπου και κοιμήθηκε οσίως στις 13 Αυγούστου του έτους 662 μ.Χ.

Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Αρσενίου, στη χώρα των Λαζών. Από τον τάφο του έβγαινε φως κάθε νύχτα και φώτιζε την περιοχή, γεγονός που πιστοποιούσε την αγιότητά του.

Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τη επομβρία, ρείθρα έβλυσας, τη Εκκλησία, υπερκοσμίων δογμάτων πανεύφημε, θεολόγων δε του Λόγου την κένωσιν, ομολογίας αγώσι διέλαμψας. Πάτερ Μάξιμε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθσι ημίν το μέγα έλεος.

Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.
Ορθοδοξίας οδηγέ, ευσεβείας Διδάσκαλε και σεμνότητος, της Εκκλησίας ο φωστήρ, των Μοναζόντων θεόπνευστον εγκαλλώπισμα, Μάξιμε σοφέ, ταις διδαχαίς σου πάντας εφώτισας, λύρα του Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ'. Τη υπερμάχω
Τον της Τριάδος εραστήν και Μέγαν Μάξιμον, τον εκδιδάξαντα τρανώς πίστιν την ένθεον, του δοξάζειν τον Χριστόν, φύσεσιν εν δύω, ενεργείαις τε διτταίς ως και θελήσεσιν, επαξίως οι πιστοί ανευφημήσωμεν, ανακράζοντες. Χαίρε κήρυξ της Πίστεως.


Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ - ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΦΕΣΟΥ

 


Ο Άγιος Μάρκος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1392 και 1393 «εκ τινος πατρωνυμίας Ευγενικός καλούμενος». Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν διάκονος και σακελλίων της Μεγάλης Εκκλησίας, μετέπειτα δε έγινε πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος και μέγας χαρτοφύλαξ, η δε μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και ήταν θυγατέρα του ιατρού Λουκά.

Σπούδασε σε μεγάλους διδασκάλους, στον Γεώργιο Πλήθωνα, τον Μητροπολίτη Σηλυβρίας Χορτασμένο, τον Μανουήλ Χρυσόκκο, τον Ιωσήφ Βρυέννιο και άλλους και είχε έξοχη παιδεία.

Στη συνέχεια προσήλθε στο μοναχικό βίο, κατά το έτος 1418, σε κάποια μονή στα Πριγκηπόννησα και τάχθηκε υπό την πνευματική επιστασία του ενάρετου μοναχού Συμεών, ο οποίος τον έκειρε μοναχό και τον μετονόμασε από Μανουήλ, Μάρκο. Μόνασε κυρίως στη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επιδόθηκε στην ιερά μελέτη της Αγίας Γραφής και των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας και συνέγραψε τα πρώτα, δογματικού κυρίως περιεχομένου, έργα του. Το έτος 1437 έγινε Επίσκοπος Εφέσου και έλαβε μέρος στην ενωτική Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439). Κατά τον Γεννάδιο Σχολάριο, ο Άγιος Μάρκος αναδείχθηκε Έξαρχος της Συνόδου και εκπροσώπησε σε αυτή τους Πατριάρχες Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Στην αρχή των εργασιών της Συνόδου συνέστησε στους Λατίνους να αποβάλλουν το τραχύ και ανένδοτο του τρόπου τους και της διαθέσεώς τους, διότι απέβλεπε στην ειρήνευση, την άρση του Σχίσματος και την επανένωση της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Είπε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Πρώτον μεν όπως εστίν αναγκαιότατη η ειρήνη ην κατέλιπεν ημίν ο δεσπότης ημών ο Χριστός και αγάπη, δεύτερον ότι παρέβλεψεν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την αγάπην και διελύθη και η ειρήνη, τρίτον ότι ανακαλουμένη νυν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την τότε καταληφθείσαν αγάπην, εσπούδασεν ίνα έλθωμεν ενταύθα και εξτάσωμεν τας μεταξύ ημών διαφοράς, τέταρτον ότι αδύνατόν εστιν ανακαλέσασθαι την ειρήνην εάν μη λυθή το του σχίσματος αίτιον, και πέμπτον, ίνα και οι όροι των οικουμενικών συνόδων αναγνωσθώσιν, ως αν φανώμεν και ημείς σύμφωνοι τοις εν εκείναις πατράσι και η παρούσα σύνοδος εκείναις ακόλουθος…».

Αντιλήφθηκε όμως εγκαίρως, ότι οι Λατίνοι δεν επιθυμούσαν την εξέταση των διαφορών και των αιτιών του Σχίσματος και γενικά αληθινή εκκλησιαστική ένωση, αλλά επεδίωκαν την καθυπόταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον Πάπα και την παραδοχή εκ μέρους αυτής των λατινικών ετεροδιδασκαλιών, εγκαταλειπομένων των ορθοδόξων δογμάτων. Έτσι θεώρησε χρέος του να ηγηθεί της πανορθοδόξου αντιδράσεως κατά των λατινικών σχεδίων και τέθηκε επικεφαλής των αποκληθέντων Ανθενωτικών, όχι μόνο κατά την διάρκεια της Συνόδου, αλλά και μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό και απέκρουσε κατά την διάρκεια των συνοδικών συζητήσεων τις αξιώσεις και την επιχειρηματολογία των Λατίνων και αρνήθηκε να υπογράψει τον όρο της επιβληθείσης ψευδό-ενώσεως. Η μη υπογραφή του απαράδεκτου για την κοινή ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση, κειμένου εκ μέρους του Αγίου Μάρκου, είχε τόσο μεγάλη σημασία, ώστε μόλις ο Πάπας Ευγένιος Δ’ (1431-1447) το πληροφορήθηκε αναφώνησε περίλυπος : «Εποιήσαμεν λοιπόν ουδέν».

Λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας προσέφερε στον Άγιο τον Πετριαρχικό θρόνο, αλλά αυτός αρνήθηκε. Επειδή δε, δεν επιθυμούσε να συλλειτουργήσει με τον λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τον από Κυζίκου, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη την ημέρα της Πεντηκοστής του έτους 1440 και ήλθε στην Έφεσο. Και εκεί όμως δεχόταν ενοχλήσεις από τους ενωτικούς. Γι’ αυτό αναχώρησε με προορισμό το Άγιο Όρος. Καθ’ οδόν, διερχόμενος διά της νήσου Λήμνου, κρατήθηκε και περιορίσθηκε  εκεί, με εντολή του αυτοκράτορα. Στη Λήμνο παρέμεινε δύο χρόνια και από εκεί εξαπέλυσε τη σπουδαία εγκύκλιό του «τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοις Ορθοδόξοις Χριστιανοίς». Μετά ο θεοειδής στην ψυχή και την προαίρεση Άγιος, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη στις 23 Ιουνίου του 1444 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων. Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, το 1456 μ.Χ., όρισε διά συνοδικής πράξεως, να εορτάζεται η μνήμη του Αγίου στις 19 Ιανουαρίου.

Απολυτίκιο. Ηχος γ’. Θείας πίστεως
Θείας πίστεως, ομολογία, μέγον εύρατο, η Εκκλησία, ζηλωτήν σε θειε Μάρκε πανεύφημε, υπερμαχούντα πατρώου φρονήματος, και καθαιρούντα του σκότους υψώματα. Όθεν άφεσιν, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν τοις σε γεραίρουσι. 




Ο ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ 
Ο ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 



Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥ 
Εφέτος κλείνουν 560 έτη από την κοίμηση του εν αγίοις πατρός ημών και ομολογητού Μάρκου αρχιεπισκόπου Εφέσου του Ευγενικού. 
 
Ο άγιος Μάρκος (κατά κόσμο Εμμανουήλ), εγεννήθη από ευσεβείς γονείς το 1392 εις την βασιλίδα των πόλεων, Κωνσταντινούπολιν. Ο πατέρας του ωνομάζετο Γεώργιος και ήτο αρχιδικαστής, σακελλίων και διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας, η μητέρα του ωνομάζετο Μαρία και ήτο θυγατέρα του ευσεβούς ιατρού Λουκά. 

Αμφότεροι οι γονείς προσπάθησαν και επέτυχαν να αναθρέψουν τον μικρό Εμμανουήλ εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Αλλά ο θάνατος του πατρός του άφησε αυτόν και τον μικρότερό του αδελφό Ιωάννη ορφανούς εις νεαρά ηλικία. 

Τα πρώτα γράμματα ο άγιός μας τα εδιδάχθη από τον πατέρα του Γεώργιο, ο οποίος είχε μία ονομαστή ιδιωτική σχολή. Μετά τον θάνατον του πατρός του η μητέρα του τον έστειλε να μαθητεύεση εις τους πλέον φημισμένους διδασκάλους της εποχής του, τον Ιωάννη   Χορτασμένο (κατόπιν Ιγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και τον μαθηματικόν και φιλόσοφον Γεώργιον Γεμιστόν Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών του ήτο και ο μετ έπειτα άσπονδος εχθρός του Βησσαρίων ο καρδινάλιος. 
 

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ 
Όταν ο νεαρός Εμμανουήλ τελείωσε τας σπουδάς του, ανέλαβε την διεύθυνση της πατρικής σχολής και εις σύντομο χρονικό διάστημα ανεγνωρίσθει ως ένας από τους πλέον λαμπρούς διδασκάλους της ψυχορραγούσης πόλεως. Μεταξύ των μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερον, ήσαν ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος,-ο πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως Πατριάρχης-, ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός. 

Αλλά ο θείος έρως δεν άφησε τον Εμμανουήλ να παρασυρθεί από την γεμάτη υποσχέσεις λαμπρά καριέρα του διδασκάλου, ούτε οι λίαν φιλικές σχέσεις του με τον αυτοκράτορα τον εμπόδισαν να απαρνηθεί τον κόσμο και να καταφύγει εις την νήσον των Πριγκιποννήσων Αντιγόνη, πλησίον του φημισμένου ασκητού Συμεώνος. Εκεί έμεινε αγωνιζόμενος πνευματικώς επί δύο έτη και μετά, κατόπιν των τουρκικών επιδρομών εις τας νήσους, ήλθε με τον γέροντά του εις την περίφημο τότε Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, εις την Κωνσταντινούπολιν. 

Ο μοναχός Μάρκος συνέχισε και εις την νέαν μετάνοιά του την σκληράν ασκητικήν ζωήν. Εις την μονήν των Μαγγάνων, ο άγιος Μάρκος συνέθεσε σχεδόν τα περισσότερα από τα 100 έργα του που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερον. Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι τα έργα που έγραψε εναντίων των λατινοφίλων αντιπάλων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίον εσέβετο πολύ και τον είχε ως πρότυπο του. Εις την Μονήν αυτήν ο Μάρκος έλαβε και το χρίσμα της ιεροσύνης, κατόπιν πιέσεως, διότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο δια τέτοιον υψηλόν λειτούργημα. Σύντομα δε απέκτησε και φήμη καλού πνευματικού, δι,αυτό πολλοί κληρικοί και λαϊκοί έγραφον εις τον άγιον ζητώντες την γνώμη του επί διαφόρων ζητημάτων.


ΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ
 
Το 1436 και ενώ ακόμη ήτο ιερομόναχος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον διορίζει ως αντιπρόσωπο του εις την συγκληθείσαν σύνοδον δια ένωσιν των εκκλησιών. Το ίδιον έτος ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ο Παλαιολόγος τον αναγκάζει να δεχθεί τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Εφέσου που είχε χηρεύσει εκείνον τον καιρόν. 

Ο αυτοκράτωρ δείχνει την μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε εις τον άγιον Μάρκον διορίζοντάς τον γενικόν έξαρχον της συνόδου. Ούτως ο άγιος ηναγκάσθη να ακολουθήσει τον Πατριάρχη και την λοιπήν αντιπροσωπία εις την Ιταλία. 

Ο άγιος Μάρκος πήγε στην σύνοδον με τας καλυτέρας προθέσεις και έδειξε την διαλλακτικότητά του με τον λόγο που συνέθεσε δια τον πάπαν, προτού ακόμη αρχίσουν αι εργασίαι της συνόδου εις την Φερράραν. Μερικοί μάλιστα Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι παρεξήγησαν τον Μάρκον δια την διαλλακτικότητα του ύφους του εις τον διάλογο με τον καρδινάλιο Κεσσαρίνι, και απήτησαν όπως εις το εξής ομιλεί ο Βησσαρίων, Μητροπολίτης Νικαίας. 

Το πρώτο θέμα των συζητήσεων ήτο το καθαρτήριο πυρ. Του Βησσαρίωνος αδυνατούντος - λόγω ανεπαρκούς θεολογικής καταρτίσεως - να ομιλήσει, ομίλησε δια τους Ορθοδόξους ο άγιος Μάρκος, εκφωνήσας επί του θέματος τέσσαρες αντιρρητικούς λόγους. 

Αι κρυστάλλιναι ορθόδοξοι απόψεις, ως επαρουσιάσθησαν από τον άγιο μας, ενθουσίασαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος προσέβλεπε εις τον Μάρκον ως τον μόνον Ορθόδοξο θεολόγο που ηδύνατο να απαντά ευχερώς εις τους λόγους των παπικών. Αλλά ο περί τα θεία άσχετος βυζαντινός αυτοκράτωρ ήλπιζε ότι αι ορθόδοξοι απόψεις θα επεκράτουν, μη γνωρίζων ότι οι παπικοί θα επέμεναν αμετακίνητοι εις τας πλάνας των. Δι΄αύτόν τον λόγο, όταν είδε ότι η παράλογος επιμονή των λατίνων θα ναυαγούσε τον πολιτικό του σκοπό - ήτοι την ένωση των δύο εκκλησιών και την εξ αυτής αναμενόμενη παπική βοήθεια δι αντιμετώπισιν  των Τούρκων - άρχισε να πιέζει τους Ορθοδόξους να ακολουθήσουν μία ηπιότερη η καλύτερα ενδοτική γραμμή. 
 

Η ΨΕΥΔΟΕΝΩΣΙΣ
 
Οι λατίνοι άρχισαν να εφαρμόζουν την γνωστή τακτική των ψιθύρων, ψευδών και εκβιασμών, και ούτω κατ εκείνη την εποχή διένειμαν εις την Φερράραν εκατοντάδας φυλλαδίων, τα οποία περιείχαν 54 αιρετικές δοξασίας των Ορθοδόξων!!! Βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει εις βάρος των Ορθοδόξων, δύο εκ των εγκρίτων μελών της Βυζαντινής αντιπροσωπείας, ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου και ο αδελφός του Μάρκου Ιωάννης, προσπάθησαν να αποδράσουν από την Φερράραν, αλλά ημποδίσθησαν από τον αυτοκράτορα. Και επειδή ο Ιωάννης συνοδευόταν μέχρι τον λιμένα από τον αδελφό του, ο αυτοκράτωρ και ο Πατριάρχης φοβούμενοι τυχόν άλλας απόπειρας αποδράσεως - εν συνεννοήσει μετά των παπικών - μετακίνησαν τις εργασίες της συνόδου από την Φερράραν, που ήτο πλησίον της θαλάσσης, εις την Φλωρεντία. 

Όταν δε επανήρχισαν αι εργασίαι της συνόδου ο Εφέσου ήτο ο κύριος ομιλητής των Ορθοδόξων. Αι σαφείς όμως απαντήσεις του και αι ανατροπαί των λατινικών κακοδοξιών προκάλεσαν το μένος των λατινοφρόνων Ορθοδόξων, οι οποίοι με την σιωπηρά συγκατάθεση και ανοχή του αυτοκράτορος προσπάθησαν να διαβάλουν τον άγιο Μάρκο, κυκλοφορούντες μάλιστα και την είδηση ότι ο Εφέσου είχε τρελαθεί. Εις μίαν δε συνεδρίαση της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας, όταν ο Μητροπολίτης Εφέσου απεκάλεσε τους παπικούς «αιρετικούς» οι Μητροπολίτες Λακεδαίμονος και Μυτιλήνης ύβρισαν τον άγιο και προσπάθησαν να τον κτυπήσουν. 
 

Ο ΕΦΕΣΟΥ ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ
 
Διαπιστώνων ο άγιος ότι όλες οι προσπάθειές του να πείσει τους Ορθόδοξους να μην προχωρήσουν εις την ένωση - γενόμενοι θύματα των παπικών - ήσαν μάταιοι, απεσύρθη από του να συμμετέχει ενεργώς εις τας εργασίας της συνόδου. 

Τελικώς την 5 Ιουλίου 1439 υπεγράφη η ένωση και ως αναφέρει ο Συρόπουλος οι περισσότεροι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι υπέγραψαν χωρίς την θέληση των και φοβούμενοι τον αυτοκράτορα. Όταν δε ο πάπας ηρώτησεν εάν υπέγραψε ο Μάρκος και έλαβε απάντηση αρνητική είπε προφορικώς «λοιπόν, εποιήσαμεν ουδέν».Ο υπερόπτης και δεσποτικός πάπας ζήτησε ανερυθριάστως από τον άβουλο βυζαντινό αυτοκράτορα, όπως στείλει τον Μάρκον εις αυτόν δια να τον δικάσει ενώπιον συνοδικού δικαστηρίου, αλλ' ευτυχώς ο αυτοκράτωρ ηρνήθη.

Αργότερα όμως παρεκάλεσε τον Μάρκον, αφού είχε πάρει προφορικές διαβεβαιώσεις δια την ασφάλειάν του από τον πάπα, να εμφανισθεί ενώπιον του ποντίφικα και να εξηγήσει την στάση του. Ο Μάρκος υπακούοντας εις το αυτοκρατορικό πρόσταγμα επήγε εις τον πάπαν. Μάταια όμως προσπάθησε ο αρχιαιρεσιάρχης της δύσεως να τον πείσει να δεχθεί την εκτρωματική ένωση. Όταν δε είδε ότι ο Μάρκος έμεινε αμετακίνητος εις τας απόψεις του, κατέφυγε εις εκβιασμούς και απείλησε ότι θα καταδίκαζε τον άγιό μας ως αιρετικό. Αλλ΄ ο άγιος Μάρκος μη πτοηθείς απήντησε μετά παρρησίας λέγων. «Αι σύνοδοι κατεδίκαζον τους μη πειθωμένους τη Εκκλησία, αλλ' εις δόξαν τινά εναντίον αυτής ενισταμένους και ταύτη κηρύττοντας και υπέρ αυτής αγωνιζόμενους, διό και αιρετικούς εκάλουν αυτούς...Εγώ δε ου κηρύττω ιδίαν μου δόξαν ουδέ τι εκαινοτόμησα, ουδέ υπέρ αλλοτρίου τινός δόγματος και νόμου ενίσταμαι, αλλ' εις την ακραιφνή δόξαν, τηρώ εμαυτόν». 
 

Ο ΛΑΟΣ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ 

Μετά την προδοτική ένωση της Φερράρας - Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Ιταλίαν δια την επιστροφήν των εις την πολιορκουμένην Πόλιν. Ο αυτοκράτωρ παρέλαβε τον άγιον Μάρκον εις το αυτοκρατορικόν πλοίον. Ύστερα από ταξίδι τριών και ήμισυ μηνών έφθασαν τελικώς εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί οι κάτοικοι εδέχθησαν με αισθήματα εχθρικά και απεδοκίμασαν τους υπογράψαντας την ένωση, αλλ' επεδοκίμασαν και ετίμησαν τον άγιόν μας και ως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν»( PG 159, 992). 

Ο απλός λαός του Θεού προσέβλεπε εις τον άγιον Μάρκον ως τον μόνον ιεράρχη που είχε το θάρρος και την ικανότητα να υπερασπίσει την Ορθόδοξον πίστη του. Εγνώριζεν ήδη ότι αρκετοί που υπέγραψαν την ένωση είχαν δωροδοκηθεί από τον πάπα, ενώ τα χέρια του Μάρκου ήταν καθαρά. Όταν ο αυτοκράτωρ απεφάσισε να πληρώσει τον πατριαρχικό θρόνο, έστειλε αντιπροσώπους του εις τον άγιον Μάρκον παρακαλών αυτόν να δεχθεί το υψηλόν αξίωμα του Πατριάρχου, αλλ' ο άγιός μας ηρνήθη. 
 

Η ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟΝ 

Την 4ην Μαΐου 1440 ο άγιος Μάρκος ηναγκάσθη να δραπετεύσει από την Βασιλεύουσαν, διότι εκινδύνευε η ζωή του, και να πάει εις την μητροπολιτική του περιφέρεια, την Έφεσον που ήτο κάτω από τους Τούρκους. Εκεί αφού εποίμανεν έπ' ολίγον το λογικόν του ποίμνιον ηναγκάσθη πάλιν, τώρα υπό των Τούρκων και των ενωτικών, να εγκαταλείψει την Έφεσον και εμπήκεν εις πλοίον που επήγαινεν εις το Άγιον Όρος, όπου απεφάσισε να διέλθει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε σταθμό εις την Λήμνο ο άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής και εφυλακίσθη εκεί επί διετία. Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά ως έγραψε εις τον ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως...».
 
Από την Λήμνο ο άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που απεδέχθησαν την ένωσιν και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι καινοτόμοι και δι' αυτό λέγει : «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι». 
 

ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΓΓΑΝΩΝ 
Μετά την αποφυλάκισίν του άγιος Μάρκος πιεζόμενος υπό της ασθενείας του δεν ηδυνήθη να αποσυρθεί εις το Άγιον Όρος, αλλ' επέστρεψεν εις την εν Κωνσταντινουπόλει μονήν του, όπου εγένετο δεκτός μετά τιμών ως άγιος και ομολογητής υπό του πιστού λαού. Από το μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφων επιστολάς εις μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνων αυτούς να κρατούν την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται μετά των ενωτικών. 

Οι διωγμοί, αι εξουδενώσεις και αι πιέσεις επεδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του οσίου πατρός, και ούτω την 23ην Ιουνίου τω 1444, αφού είχε καλέσει πλησίον του τα πνευματικά του τέκνα και ανέθεσε εις τον Γεώργιον Σχολάριον την αρχηγίαν του ανθενωτικού αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήτο δε τότε 52 ετών.


ΤΙΜΑΙ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ 

Ο πιστός λαός του Κυρίου απορφανισθείς, εθρήνησε πολύ δια την απώλειαν του πνευματικού του πατέρα. Ο δε Γεώργιος Σχολάριος, εξεφώνησεν επικήδειον λόγον εις τον οποίον ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν...νυν γυμνή τη ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις συντάττεσθαι». Πνευματικός καρπός του αγίου είναι οι δύο άγιοι μαθηταί του Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος και Διονύσιος. Αμέσως μετά την οσίαν κοίμησίν του ο Μάρκος ετιμήθη ως άγιος και ομολογητής. Αυτό μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ' άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159, 1357) 

Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του αγίου συνέθεσε ο αδελφός αυτού Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ' αρχάς η μνήμη του εορτάζετο την 23ην Ιουνίου, αλλά βραδύτερον ωρίσθη η 19η Ιανουαρίου - ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού εις την μονήν του Λαζάρου εις τον Γαλατά. Οι αγώνες του Μάρκου όσον και του μαθητού αυτού Γενναδίου ανεγνωρίσθησαν και εδικαιώθησαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το 1484 και κατέγραψε τα ονόματα αυτώ, ως πατέρων αγίων, εις το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.


ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
«Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ», ΜΕΘΩΝΗ - ΠΙΕΡΙΑΣ



Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ


Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 949 μ.Χ. στὴ Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Θεοφανῶ. Ὁ θεῖος του Βασίλειος, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλὴ θέση στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρὶς τὸν ἀνεψιό του κοντά του, ὅπου, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔτυχε καλῆς παιδείας. Ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἔδινε προσοχὴ καὶ δὲν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιὰ μάθηση.

Κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ Συμεὼν γνωρίστηκε μὲ ἕναν μοναχὸ τῆς περιωνύμου μονῆς Στουδίου, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν, ἐπίσης, Συμεών. Ὁ μοναχὸς αὐτὸς ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ πνευματικός του πατέρας. Ὅταν κατὰ τὸ ἔτος 963 μ.Χ. πέθανε ὁ θεῖος του, ὁ Συμεὼν προσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ζητοῦσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρομοιάζει τὸν θεῖο του μὲ τὸν Φαραώ, τὴ διαμονή του στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο μὲ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν πνευματικό του πατέρα μὲ τὸν Μωυσῆ.

Κάποτε ὁ Γέροντάς του, τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μὲ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου καὶ Διαδόχου Φωτικῆς. Ζωηρὴ ἐντύπωση τοῦ προξένησε τὸ ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, ποὺ εἶχε τὸν τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»:

«Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου,
Κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».

Ὅσιος Συμεὼν ἦταν σὰν νὰ ἄκουσε τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ κάνει ὅτι τὸν πρόσταζε ἡ συνείδησή του. Καὶ αὐτή, ποὺ εἶναι κάτι θεϊκό, τὸν παρακινοῦσε συνεχῶς στὰ ἀνώτερα, ἔτσι ὥστε αὔξησε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη του μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἄρχιζε νὰ λαλεῖ ὁ πετεινός, δηλαδὴ μέχρι τὰ χαράματα. Σὲ αὐτὸ τὸν βοηθοῦσε καὶ ἡ συνεχὴς νηστεία. Ἔτσι, ἀκόμα καὶ πρὶν φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο, ζοῦσε σχεδὸν ἀσώματο βίο. Δὲν τοῦ χρειάστηκε λοιπὸν πολὺς καιρός, γιὰ νὰ ἐκδημήσει ἐντελῶς ἀπὸ τὰ ὀρώμενα καὶ νὰ εἰσδύσει στὰ ἀόρατα θεία θεάματα.

Κάποια νύχτα, λοιπόν, ποὺ προσευχόταν καὶ μὲ καθαρὸ νοῦ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεό, εἶδε ξαφνικὰ νὰ λάμπει ἄπλετο φῶς ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ κατεβαίνει πρὸς αὐτόν. Φώτισε τὰ πάντα καὶ τὰ μετέβαλε σὲ μία ὁλοκάθαρη ἡμέρα. Καθὼς ἦταν καὶ ὁ ἴδιος τυλιγμένος  ἀπὸ αὐτὸ τὸ φῶς, τοῦ φαινόταν σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκε ὁλόκληρη ἡ οἰκία μαζὶ μὲ τὸ δωμάτιό του, ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶχε ἁρπαγεῖ στὸν ἀέρα, νιώθοντας σὰν νὰ μὴν εἶχε καθόλου σῶμα. Κατάπληκτος ἀπὸ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριο κραύγαζε μὲ μεγάλη φωνὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Καθὼς βρισκόταν μέσα σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο φῶς, βλέπει στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ μία ὁλόφωτη νεφέλη, ἄμορφη καὶ ἀσχημάτιστη, γεμάτη ἀπὸ τὴν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὰ δεξιά της ἔστεκε ὁ πνευματικός του πατέρας Συμεὼν ὁ Εὐλαβής. Ἔμεινε σὲ αὐτὴ τὴν ἐκστατικὴ κατάσταση γιὰ πολύ, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται, καθὼς βεβαίωνε ἀργότερα, ἐὰν ἦταν μέσα στὸ σῶμα ἢ ἐκτὸς τοῦ σώματος. Ὅταν κάποτε ἐκεῖνο τὸ φῶς σιγὰ – σιγὰ ὑποχώρησε, ᾖλθε στὸν ἑαυτό του καὶ κατάλαβε πὼς βρίσκεται μέσα στὸ δωμάτιο.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεωρία, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἱκέτευε συνεχῶς τὸ Γέροντά του νὰ τὸν κείρει μοναχό.

λλὰ ὁ πνευματικός του πατέρας τὸν ἀναχαίτισε, ἐπειδὴ ἦταν νέος στὴν ἡλικία καὶ ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴν οἰκία τοῦ θείου του, ὅπου ἄρχισε μὲ ἐπιμέλεια νὰ μελετᾷ.  Βαθιὰ ἐντύπωση ἀπεκόμισε ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ καὶ Διαδόχου Φωτικῆς, τὰ ὁποία ἔλαβε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πνευματικοῦ του.

Κατὰ τὸ ἔτος 970 μ.Χ. ὁ Συμεὼν ἐπισκέφθηκε τοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴν κλίση του γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νὰ μεταβάλλουν τὴν ἀπόφαση τοῦ μονάκριβου υἱοῦ τους. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμεὼν ἦταν σταθερή. Ἀρνήθηκε ἐγγράφως τὴν πατρικὴ περιουσία ποὺ τοῦ ἀνῆκε καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος τοῦ Ξηροκέρκου, ὑπὸ τὸν ἡγούμενο Ἀντώνιο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Μετὰ ἀπὸ μία διετία ἐκάρη ἐδῶ μοναχός, γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ποὺ φώτιζε τὸν ἑαυτό του. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Συμεὼν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη (984-995 μ.Χ.) καὶ τὴν ἔγκριση τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς.

ς ἡγούμενος ὁ Ὅσιος ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλὲς δυσάρεστες καταστάσεις. Ὄχι μόνο τὴν κατεστραμμένη μονή, ἀλλὰ πρὸ πάντων τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ἡ μονὴ παρομοιαζόταν μὲ κατάλυμα κοσμικῶν καὶ νεκρῶν σωμάτων. Καὶ ἡ μὲν μονὴ ὡς οἰκοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, ἡ πνευματικὴ ὅμως συγκρότηση τῶν μοναχῶν ἀπαιτοῦσε πολλὲς ἀνυπέρβλητες προσπάθειες. Ἡ διδασκαλία του συνάντησε τὴν μεγάλη ἀδιαφορία ὁρισμένης ὁμάδας μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στὸ σημεῖο, κατὰ τὴν διάρκεια μία πρωινῆς κατηχήσεως, νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ Γέροντός τους. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ὁ Ὅσιος, «τᾶς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».

Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ ἀφοπλίσει τελείως τοὺς τριάντα ἐκείνους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν αὐτὴ τὴν συμπεριφορά. Ὁ Πατριάρχης Σισίννιος ὁ Β’ (996-998 μ.Χ.) πρὸς τὸν ὁποῖον κατέφυγαν ἀμέσως, γιὰ νὰ δικαιωθοῦν προφανῶς ἀπὸ αὐτόν, ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν μανία καὶ τὸν φθόνο τῶν ἀσύνετων μοναχῶν καὶ διέταξε νὰ ἐξορισθοῦν. Ὅμως ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρακάλεσε θερμῶς τὸν Πατριάρχη νὰ τοὺς συγχωρέσει.

Ὅσιος, παρὰ τὰ πολλὰ καθήκοντά του στὴ μονή, εὕρισκε καιρὸ νὰ γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τοὺς «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τοὺς «κατηχητικοὺς λόγους», τὰ «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».

Δυσάρεστα ζητήματα ἐναντίων τοῦ Ὁσίου δημιούργησε ὁ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἦταν ἡ ἀγαθὴ φήμη τοῦ Ὁσίου. Ἐπειδὴ ὁ σύγκελλος δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ στὸν βίο τοῦ Ὁσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος  ἤδη Γέροντός του. Ἡ κατηγορία τοῦ σύγκελλου ἦταν ὅτι ὁ Ὅσιος ὑμνοῦσε τὸν πνευματικό του πατέρα ὡς Ἅγιο. Τελικὰ ἔπεισε τὴν Σύνοδο νὰ διερευνήσει τὸ ζήτημα. Καὶ μετὰ τὴν διαδικασία αὐτή, ὅλοι ἀναγνώρισαν, ἐκτὸς τοῦ σύγκελλου, τὸ δίκαιο τοῦ Συμεών. Τότε ὁ σύγκελλος συνεργάστηκε μὲ μοναχοὺς ποὺ ἐχθρεύονταν τὸν Ὅσιο καὶ ἔκλεψε ἀπὸ τὴ μονὴ τὴν εἰκόνα ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶχε ἁγιογραφηθεῖ ὁ πνευματικὸς πατέρας τοῦ Ὁσίου μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἄλλους Ἁγίους. Ὁ Ὅσιος διατάχθηκε νὰ προσέλθει στὴ Σύνοδο, γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Καὶ πάλι βρέθηκε ἀθῷος.

Ὅσιος παρέμεινε ἐπὶ εἴκοσι πέντε χρόνια ὡς ἡγούμενος καὶ τὸ ἔτος 1005 ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο στὸ ἀντίπερα ἐρημόκαστρο τῆς Χρυσουπόλεως, ποὺ ἐκαλεῖτο Παλουκητὸν καὶ ἡσύχαζε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Στὴν ἡγουμενία τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητής του Ἀρσένιος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1022.

Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος καὶ στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.

Γιὰ τὴ θεολογική του κατάρτιση καὶ δεινότητα, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὀνομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ἢ «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατὰ τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις τοῦ Ἁγίου, ἐπιδιδόμενος στὴν ἡσυχία, ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τὴν ὕλη, ἡ γλῶσσα του γινόταν γλῶσσα πυρός, συνέθετε καὶ θεολογοῦσε θείους ὕμνους, γινόταν ὁλόκληρος πῦρ, ὁλόκληρος φῶς καὶ θεωνόταν κατὰ χάριν. Ἄλλοτε, μαρτυρεῖται ὅτι βρισκόταν ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ἔχοντας τὰ χέρια ὑψωμένα καὶ προσευχόμενος, ἦταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».


Απολυτίκιο. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείαν έλλαμψιν, Συμεών Πάτερ, εισδεξάμενος, εν τη ψυχή σου, φωστήρ εν κόσμω εδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αυτού την σκοτόμαιναν, και πάντας πείθων ζητείν, ην απώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αυτόν εκτενώς ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ


Μέγας Βασίλειος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστει πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Μακρίνα ἦταν μαθήτρια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ διετέλεσε ἡ πρώτη στὴν πίστη διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ της Βασιλείου.

μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδὶ τους ἦταν ἡ Μακρίνα, ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστῆρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία.

Μέγας Βασίλειος ἔλαβε τὴν πρώτη χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησή του ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὴ γιαγιά του καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴν πατρίδα του. Σπούδασε στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου «ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καὶ φιλοσόφων τοὶς τελειοτάτοις», καὶ τέλος «εἰς τᾶς χρυσᾶς Ἀθήνας», ποὺ τότε ἦταν τὸ κέντρο τῆς ρητορικῆς καὶ στὴν ὁποία ἤκμαζαν οἱ σοφιστὲς Ἰμέριος, Προαιρέσιος καὶ ἄλλοι καὶ ὅπου συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, τὸν ὁποῖον ὁ ὑπέρμετρος θαυμασμός του πρὸς τὴν ἐθνικὴ σοφία παρέσυρε στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ βρισκόταν ἤδη καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, μετὰ τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μὲ στενὴ φιλία. Εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὸν ἱερό του σύνδεσμο μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο : «Τὰ πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς… ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἠμᾶς, πράγματος ἐπιφθωνοτάτου τοῦ λόγου, φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο, ἀγὼν δ’ ἀμφοτέροις, οὒχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἐτέρῳ τούτου παραχωρήσειεν. Μία μὲν ἀμφοτέρους ἐδόκει ψυχή, δυὸ σώματα φέρουσα, ἐν δ’ ἀμφοτέροις ἔργον: ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ζῆν πρὸς τᾶς μελλούσας ἐλπίδας, πρὸς ὃ βλέποντες καὶ βίον καὶ πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν».

Βασίλειος διδάχθηκε στὴν Ἀθῆνα ρητορική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρική. Ἐπέστρεψε στὸν Πόντο, περὶ τὸ 356 μ.Χ., καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Διανίου.

Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Αἴγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καὶ Συρία, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ἀσκητὲς καὶ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου. Τότε, ἀφοῦ διένειμε καὶ αὐτὸς τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχούς, μόνασε στὸν Πόντο, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, ἀσκούμενος στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή.

ργότερα τὸ 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ φύγει στὸν Πόντο, λόγω τοῦ φθόνου τοῦ Ἐπισκόπου Εὐσεβίου. Ὁ Γρηγόριος συμβίβασε τὰ πράγματα μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε τὸ 365 μ.Χ., γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ἔγινε ἔτσι «σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα».
Τὸ ἔτος 370 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Καισαρείας, παρὰ τὶς σφοδρὲς ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν. Σὲ καιρὸ λιμοῦ προσέφερε στοὺς πάσχοντες κάθε εἴδους βοήθεια. Ἀγκάλιασε τοὺς γέροντες, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄνδρες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ φρόντιζε καθημερινὰ γιὰ τὴν τροφή τους. Οἰκοδόμησε κοντὰ στὴν Καισάρεια ἕνα συγκρότημα πτωχοκομείου καὶ νοσοκομείου, τὴ Βασιλειάδα, ποὺ ἔγινε τὸ ταμεῖο τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης.

Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας εἶχε νὰ ἀντιπαλέψει κατὰ πολλῶν δυσχερειῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐαποφάσισε νὰ εἰσάγει μὲ τὴν βία στὴν Καππαδοκία τὸν Ἀρειανισμό. Γι’ αὐτό, τὸ 372 μ.Χ., ἔστειλε τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, γιὰ νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ δεχθεῖ τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Μάταια προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση τῆς περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ὁ Βασίλειος σὲ ἀπάντηση δήλωσε, ὅτι δὲν φοβᾶται ἀφοῦ περιουσία δὲν εἶχε, παρὰ μόνο λίγα παλαιὰ ἐνδύματα καὶ λίγα βιβλία, ἐξορία δὲν φοβᾶται, διότι ἡ γῆ ποὺ κατοικεῖ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι πάροικος καὶ παρεπίδημος, τὰ βασανιστήρια δὲν τὸν πτοοῦν, διότι τὸ ἀσθενικό του σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει σὲ αὐτά, τὸ δὲ θάνατο θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη, διότι αὐτὸς θὰ τὸν ὁδηγήσει νωρίτερα κοντὰ στὸν Θεό. Ὁ Μόδεστος ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν Πνευματικὴ γενναιοψυχία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὅταν ᾖλθε στὴν Καισάρεια καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βασιλείου, τὸν ἄφησε ἀνενόχλητο στὸν ἐπισκοπικό του θρόνο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τὸν ναό. Ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν ἀγγελικὴ μᾶλλον, παρὰ ἀνθρώπινη. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος, ἀκλινὴς κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ὄψη καὶ τὴν διάνοια, «ἐστλωμένος τῷ Θεῷ καὶ τῷ βήματι». Καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμα «κατεβροντήθη».

Μὲ τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του καθοδήγησε τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ κοσμημένος μὲ αὐτὲς ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον, τὸ 378 μ.Χ., λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος, σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.

ταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, προσῆλθαν στὴν κλίνη του ὅλοι σχεδὸν οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Ἐκεῖνος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Προσευχόμενος στὸν Κύριο εἶπε: «Εἰς χεῖρας Σου Κύριε, παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ κοιμήθηκε. Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία συμμετεῖχαν μυριάδες λαοῦ καὶ τόσος ἦταν ὁ συνωστισμός, ὥστε πολλοὶ πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καὶ συγκλονήσεως». Ἡ Σύναξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (Μεγάλη Ἐκκλησία). Ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο ὑπῆρχε στὸ παλάτι τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὸν ἐκκλησιαζόταν ὁ αὐτοκράτορας τὴν 1η Ἰανουαρίου μέχρι τῆς ἀπολύσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, παραβάλλει αὐτὸν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ τὸν Σαμυήλ, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.

Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλῆθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποία, εὐτυχῶς, τὰ περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτοῦ, ποὺ τελεῖται καὶ σήμερα σὲ καθορισμένες ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους: τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὶς παραμονὲς τῶν τριῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τὶς πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Κατὰ παλαιότερη διάταξη, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Τὸ πρῶτο δογματικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος, ἔχει τὸν τίτλο «Ἀνατρεπτικὸς τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοὺς Εὐνομίου». Περίφημα εἶναι καὶ τὰ ἀσκητικά, τὰ δογματικά, τὰ παιδαγωγικὰ συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὡς καὶ τὰ κηρύγματα, οἱ ὁμιλίες καὶ οἱ ἐπιστολὲς αὐτοῦ. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ καταδεικνύεται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν στὴν πραγματικότητα ὀργανωτὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζοντας τὴν ἠθικὴ δεοντολογία του, κυρίως στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικότερα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἦταν τὸ ὑπέρτατο δογματικὸ κριτήριο καὶ ἀποτελοῦσε καθ’ ἑαυτὴν μυστήριο θείας οἰκονομίας καὶ ἀνθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια θεωροῦσε ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ περιεχομένου αὐτῆς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, πρέπει νὰ γίνεται μὲ βαθειὰ πίστη καὶ μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἑρμηνεία δὲ αὐτῆς ἀπέβλεπε κυρίως στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴ σωτηρία αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ παράδοση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτὴ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἦταν ἀπαραίτητος ὁδηγὸς στὴν ἑρμηνεία καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.



Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.


Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ - ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


 

Ο Άγιος Γρηγόριος έζησε κατά την εποχή του βασιλέα Ουάλεντος (364-378 μ.Χ.). Καταγόταν από τον Πόντο και γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της περιοχής της Ναζιανζού, που λεγόταν Αριανζός, το 330 μ.Χ. Ναζιανζηνός ονομάσθηκε, επειδή έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στη Ναζιανζό, όπου ήταν και το πατρικό του σπίτι. Ο πατέρας του, ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Ναζιανζού, ήταν πριν γίνει Επίσκοπος, ένας πολύ πλούσιος άρχοντας της Ναζιανζού. Κατείχε μεγάλη θέση στον δημόσιο βίο και ανήκε σε μια ιουδαίο-εθνική αίρεση που λεγόταν των «Υψισταρίων». Η μητέρα του, η Αγία Νόννα, ήταν Ορθόδοξη. Η ευσέβεια και η αρετή της επηρέασαν τον σύζυγό της και τον έκαναν να μεταστραφεί στην αληθινή πίστη.

Οι γονείς του, Γρηγόριος και Νόννα, δεν είχαν παιδιά και ικέτευαν τον Θεό να χαρίσει σε αυτούς την χαρά της τεκνοποιίας. Και πράγματι, η προσευχή τους εισακούσθηκε και η Νόννα γέννησε τον Άγιο Γρηγόριο, τον οποίο πριν ακόμα αυτός γεννηθεί είχε υποσχεθεί αν τον αφιερώσει στον Θεό. Πολλές φορές ο Άγιος Γρηγόριος παραβάλλει τους γονείς του με τον Αβραάμ και τη Σάρρα, οι οποίοι σε μεγάλη ηλικία απέκτησαν τον Ισαάκ.

Σπουδαίες ήταν οι προσπάθειες των γονέων αυτού να μορφώσουν και να εμφυσήσουν στον πρωτότοκο υιό τους την αγάπη προς τα γράμματα και την χριστιανική πίστη. Από την παιδική ηλικία ενέπνευσαν σε αυτόν έντονη και βαθιά θρησκευτικότητα, ώστε αυτός από ευσέβεια και πνευματικότητα, υποσχέθηκε στον εαυτό του να ζήσει με αγνεία και παρθενία.

Ο Άγιος Γρηγόριος, χάρη στην δυνατότητα που είχε ο πατέρας του, έκανε λαμπρές σπουδές. Σπούδασε σε όλα τα τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμού: τη Ναζιανζό, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, την Καισάρεια της Παλαιστίνης, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια, την Αθήνα. Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε γίνει ακόμη κέντρο πολιτισμού και η Ρώμη δεν είχε τότε κάτι αξιόλογο για τους Έλληνες. Στις πόλεις αυτές μελέτησε τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες και άκουσε τους σοφότερους διδασκάλους, μεταξύ των οποίων τον Δίδυμο τον Τυφλό, που τότε διηύθυνε τη θεολογική σχολή της Αλεξάνδρειας και τους φιλόσοφους Θεσπέσιο στην Καισάρεια και Ιμέριο και Προαιρέσιο στην Αθήνα. Για τον Προαιρέσιο γίνεται δεκτό ότι ήταν Χριστιανός.
Οι σπουδές δεν έκαναν τον Άγιο να επαρθεί. Αντίθετα, κατάλαβε όλη την ματαιότητα του κόσμου και της σοφίας του. Ένιωσε, ότι η ανθρώπινη γνώση έχει ασήμαντη σημασία μπροστά στην γνώση της σοφίας του Θεού. Ο ίδιος, ο Άγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τον εαυτό του με τον Σαούλ που έτρεχε χωρίς να ξέρει. Αυτό που τελικά βρήκε κατά την διάρκεια των σπουδών του ήταν ένα «Βασίλειο». Ο τρόπος με τον οποίο αναφέρει το γεγονός της φιλίας του με τον Άγιο Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ήταν μεγαλύτερο εύρημα και από ένα ολόκληρο βασίλειο.

Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Άγιος, ήταν ώριμος άνδρας ηλικίας 30 ετών. Όμως δεν είχε ακόμη βαπτισθεί. Και αγωνιούσε να μην πεθάνει, πριν επιστρέψει στον πατέρα του και βαπτισθεί. Γι’ αυτό και όταν, ενώ μετέβαινε  από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα, έγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολύ και παρακάλεσε να τον ελεήσει ο Θεός, να βοηθήσει να μην πνιγεί, για να αξιωθεί του ενδύματος του Αγίου Βαπτίσματος.
Το βάπτισμα του Γρηγορίου το επακολούθησε συνειδητός πνευματικός αγώνας. Νηστεία, προσευχή, αγρυπνία. Αγώνας για την κάθαρση, την πνευματική πρόοδο, τη θέωση. Μαζί με τον ομόφρονα, ομότροπο και ομόψυχό του Άγιο Βασίλειο απομονώθηκαν κάπου στον Πόντο και παραδόθηκαν κυριολεκτικά στην προσευχή και την άσκηση. Ο αγώνας τους ευλογήθηκε από Εκείνον που θέλει να γινόμαστε βιαστές της βασιλείας Του. Αξιώθηκαν και οι δύο μεγάλων πνευματικών χαρισμάτων. Μάλιστα ο Άγιος Γρηγόριος κάνει επανειλημμένως λόγο για τις πνευματικές του εμπειρίες και τα ουράνια χαρίσματα που η χάρη του Θεού του χάρισε. Οι εμπειρίες του αυτές πρέπει να ήταν πολύ υψηλές, αφού ο ίδιος παραβάλλει αυτά που έβλεπε με αυτά του θεόπτου Προφήτου Μωυσέως και του Αποστόλου Παύλου, που «πορευόμενος εις Δαμασκόν» είδε τον Κύριο της Δόξας και ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού και είδε τα άρρητα ρήματα, τη δόξα της βασιλείας του Θεού.

Γρήγορα κάλεσε ο θεός τον Γρηγόριο στην διακονία Του. Τα τέλη του έτους 360 μ.Χ. επιστρέφει στη Ναζιανζό. Ο Γέρων, έχοντας ανάγκη από βοηθό και συνεργάτη στη «νυκτομαχία», όπως χαρακτήριζε την ιεροσύνη, θέλησε να τον χειροτονήσει Πρεσβύτερο, επειδή έβλεπε στο πρόσωπό του όχι μόνο τον αφοσιωμένο υιό, αλλά και τον ζηλωτή για την σωτηρία των ψυχών λειτουργό του Κυρίου. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε. Την άρνησή του όμως έκαμψε το βάρος του διπλού αξιώματος του Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατά σάρκα και πνευματικός πατέρας), που ο Γρηγόριος ήξερε μόνο να ευλαβείται. Έκανε υπακοή στην εντολή του Γέροντος Επισκόπου και χειροτονήθηκε. Αμέσως μετά την χειροτονία του ζήτησε ανακούφιση στην μόνωση και την προσευχή. Αποσύρθηκε λοιπόν στο ερημητήριό του, στη γαλήνη της νοεράς προσευχής. Και βρήκε τη γαλήνη και την πορεία του. Και επέστρεψε με ειρήνη στην καρδιά να αναλάβει το πνευματικό του έργο, που το άρχισε με τον περίφημο θεολογικό λόγο περί του Πάσχα και τη δικαιολόγηση της φυγής του.

Διακονούσε με ιερό ζήλο στο πλευρό του πατέρα του, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας και έξαρχος Πόντου Βασίλειος τον εξέλεξε Επίσκοπο της μικρής πόλεως Σάσιμα. Σκοπός του ήταν να περιφρουρήσει τη δικαιοδοσία της τοπικής του Εκκλησίας από τις διεκδικήσεις ενός νέου Μητροπολίτη, του Τυάνων Ανθίμου. Το γεγονός αυτό έθλιψε ακόμη πιο πολύ τον Γρηγόριο. Αντέδρασε. Εξέφρασε την πικρία του. Τελικά όμως υπάκουσε, αλλά δεν πήγε ποτέ στα Σάσιμα. Ένα χρονικό διάστημα έμεινε στη Ναζιανζό, ως βοηθός του πατέρα του, ενδίδοντας στην παράκλησή του. Και όταν εκείνος κοιμήθηκε, το 374 μ.Χ., ο Θεολόγος συνέχισε να ποιμαίνει την Εκκλησία των Ναζιανζών, ως τοποτηρητής, χωρίς να παύσει να τους παρακαλεί να εκλέξουν και να χειροτονήσουν τον κανονικό τους Επίσκοπο. Και επειδή αυτό αργούσε, στεναχωρημένος εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στην Σελεύκεια της Ισαυρίας, όπου, κοντά στο ναό της Αγίας Θέκλας, αναζήτησε την ειρήνη και την ησυχία στην προσευχή και έμεινε εκεί επί πέντε σχεδόν έτη μελετώντας και συγγράφοντας.
Την άνοιξη του έτους 379 μ.Χ. οι λίγοι Χριστιανοί τον κάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη να αγωνισθεί για την Ορθόδοξη πίστη, αφού στην Πόλη δέσποζαν οι Αρειανοί. Ήταν τόση η διάδοση και η επικράτησή τους, ώστε ο Άγιος Γρηγόριος δεν βρήκε ούτε ένα παρεκκλήσι στα χέρια των Ορθοδόξων. Κατόπιν τούτου άρχισε να λειτουργεί και να κηρύττει σε ένα σπίτι που ο ίδιος διαμόρφωσε σε ναό και το ονόμασε Αγία Αναστασία, δηλαδή της Αναστάσεως της Ορθοδοξίας.

Εκεί ο Άγιος εξεφώνησε τα περίφημα θεολογικά κηρύγματά του. Η επίδρασή τους και ιδίως των πέντε Θεολογικών Λόγων του ήταν τόση, ώστε οι Αρειανοί φανατικοί, πήραν την απόφαση να τον εξολοθρεύσουν. Τον έβρισαν. Τον κακολόγησαν. Τον κτύπησαν. Τον γρονθοκόπησαν. Τον λιθοβόλησαν. Έβαλαν μάλιστα και κάποιον να τον φονεύσει. Και θα τον σκότωνε. Αλλά νικημένος από την αγιοσύνη της πραότητάς του, ομολόγησε στον ίδιο την αλήθεια την στιγμή που είχε πάει να τον σφάξει.

Με όπλο το λόγο του Θεού, τη μάχαιρα του πνεύματος, νικούσε τους εχθρούς της πίστεως σαν τον Μωυσή. Πράγματι, οι Αρειανοί όλο και λιγόστευαν. Ο Άγιος Θεοδόσιος, ευχαριστημένος από το έργο του Γρηγορίου, τον κατέστησε το έτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη και τον ενθρόνισε στο ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Όμως οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι δεν είχαν όλοι την ορθή κρίση. Μερικοί μεθυσμένοι από φθόνο κάκιζαν τον Άγιο, διότι δεν πίεζε τον βασιλέα να αφαιρέσει τις εκκλησίες από τους αιρετικούς και να τους απαγορεύσει να τελούν την λατρεία τους. Σε απάντηση ο Άγιος Γρηγόριος τόνιζε, ότι ο Χριστός δεν έχει ανάγκη τις λόγχες του Καίσαρος και ότι του είναι αρκετή σαν όπλο η αλήθεια. Και πράγματι, η αλήθεια νίκησε.

Το έτος 381 μ.Χ. συνήλθε η Β’ Οικουμενική Σύνοδος. Πρόεδρος ήταν ο Άγιος Μελέτιος Αντιοχείας. Αυτή η Οικουμενική Σύνοδος ολοκλήρωσε το έργο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Καταδίκασε τους Αρειανούς και τους Πνευματομάχους – Ευνομιανούς και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως. Το διαμόρφωσε στην σημερινή του μορφή. Έτσι έλαμψε η δόξα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη, η Σύνοδος καταδίκασε τον Απολλιναρισμό, που διαιρούσε τον άνθρωπο σε τρία μέρη (σώμα, ψυχή και νου) και δίδασκε ότι ο Χριστός δεν έχει λάβει ανθρώπινο πνεύμα, παρουσιάζοντας τον Χριστό ατελή και όχι τέλειο άνθρωπο. Έτσι όμως κατέστρεφε το σωτηριολογικό έργο του Κυρίου και την ανθρωπότητά Του, διότι καθετί που δεν προσλαμβάνεται υπό του Χριστού μένει αθεράπευτο και ανίατο. Τρίτον, η Β’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον απόλυτο προορισμό, τον οποίο δίδαξαν αργότερα ο Καλβίνος, ο Αυγουστίνος και ο Λούθηρος και όλος ο Προτεσταντισμός. Τέλος αναγνώρισε τον Άγιο Γρηγόριο ως κανονικό Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Πρόεδρος της Συνόδου, Άγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ενώ διαρκούσε η Σύνοδος. Η Σύνοδος τον τίμησε ως Απόστολο. Ο Άγιος Γρηγόριος εξεφώνησε τότε λαμπρό επικήδειο, λόγο που άρχιζε με τα λόγια: «ηύξησεν ημίν τον αριθμόν των Αποστόλων». Διάδοχός του στην προεδρία της Συνόδου έγινε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά μετά από λίγο το κλίμα άλλαξε. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη για να συμμετάσχει στην Σύνοδο, ο Πέτρος ο Β’, ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας, με τους Αιγυπτίους και Μακεδόνες Επισκόπους. Αυτοί ήδη είχαν πάρει θέση εχθρική έναντι του Αγίου Γρηγορίου. Δεν τον αναγνώριζαν σαν κανονικό Αρχιεπίσκοπο, επειδή τάχα είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Και είχαν εντελώς αντικανονικά και παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τον Μάξιμο τον Κυνικό, που ήταν μεν Ορθόδοξος αλλά έμεινε στην ιστορία σαν ένα αινιγματικό πρόσωπο. Ο Πέτρος έθεσε στην Σύνοδο το θέμα της κανονικότητας. Ο Άγιος Γρηγόριος, ενώ είχε την δύναμη να συντρίψει κάθε αντίσταση, διότι παράλληλα προς την υποστήριξη των Επισκόπων είχε και την συμπαράσταση του αυτοκράτορα, αηδίασε και παραιτήθηκε με τούτα τα λόγια: «Δεν είμαι σεμνότερος του Προφήτη Ιωνά. Αν εγώ είμαι αιτία ταραχής στην Εκκλησία, ρίχνω τον εαυτό μου στη θάλασσα». Ευθύς μετά την παραίτησή του λειτούργησε στον καθεδρικό ναό της Κωνσταντινουπόλεως, για να αποχαιρετίσει το ποίμνιό του. Και έφυγε χωρίς να περιμένει να λήξουν οι εργασίες της Συνόδου. Επέστρεψε στη Ναζιανζό και για λίγο έμεινε απομονωμένος εκεί για να γαληνεύσει.

Ο Άγιος, σε κείμενά του, διεκτραγωδεί την εκκλησιαστική κατάσταση, όταν επιχειρεί να κάνει σύγκριση των όσων συμβαίνουν εντός της Εκκλησίας με τα όσα συμβαίνουν εκτός αυτής. Έτσι λέγει, πρέπει να οδύρεται κανείς, όταν διαπιστώνει την ύπαρξη ενότητας στους κοσμικούς οργανισμούς, στις πόλεις, στους οίκους, στο στράτευμα και όμως να απουσιάζει από τον κατ’ εξοχήν κήρυκα και θεματοφύλακα της ειρήνης, την Εκκλησία και τους πιστούς της.

Βεβαίως η αποχώρησή του δεν σήμαινε ότι θα έπαυε να ενδιαφέρεται για την επίτευξη ενότητας και για την επικράτηση της ειρήνης στην Εκκλησία, για τα δύο αυτά υπέρτατα αγαθά. 

Το έτος 383 μ.Χ. η υγεία του υπέστη σοβαρό κλονισμό. Πρότεινε ως Επίσκοπο τον Πρεσβύτερο Ευλάλιο και αποσύρθηκε οριστικά στην ησυχία της Αριανζού, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη το 390 μ.Χ. Η Σύναξη του Αγίου Γρηγορίου ετελείτο στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία και στο μαρτυρικό ναό της Αγίας Αναστασίας, η οποία βρίσκεται στην είσοδο της τοποθεσίας που ονομάζεται Δομνίνου, καθώς επίσης και στο ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος εναπέθεσε το ιερό λείψανο του Αγίου, όταν το μετέφερε από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την δεύτερη μέρα του Πάσχα οι αυτοκράτορες μετέβαιναν, για να εκκλησιασθούν, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και εύχονταν ενώπιον του ιερού λειψάνου του Αγίου Γρηγορίου.

Τα έργα του Αγίου Γρηγορίου είναι σχετικώς λίγα. Δεν έχουν την έκταση των έργων άλλων Πατέρων. Παρά ταύτα έχουν βάθος και δύναμη περισσότερο από κάθε άλλου. Τα έργα του υπήρξαν πάντοτε η μεγαλύτερη πηγή των δογμάτων. Γι’ αυτό έγινε και ο κατ’ εξοχήν θεολόγος της Εκκλησίας και η πηγή της εκφράσεως της λατρείας.


Απολυτίκιον. Ήχος α’.
Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου, τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας, ως γάρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι. Αλλά πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον
Θεολόγω γλώττη σου, τας συμπλοκάς των ρητόρων, διαλύσας ένδοξε, ορθοδοξίας χιτώνα, άνωθεν εξυφανθέντα την Εκκλησίαν, εστόλισας, ον και φορούσα, ισύν ημίν κράζει, τοις σοις τέκνοις. Χαίροις Πάτερ, θεολογίας ο νους ο ακρότατος. 


Πηγή
Image and video hosting by TinyPic

ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΛΟΓΟΙ ΑΓΙΩΝ ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΑΓΙΩΝ ΡΗΣΕΙΣ ΑΓΙΩΝ ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑ π. Παϊσιος ΑΓ. ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΓ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΑΓ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΡΕΤΕΣ ΕΙΡΗΝΗ ΑΡΤΕΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΝΗΠΤΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΝΗΣΤΕΙΑ Π.Β. ΠΑΣΧΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗ AΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Όσιος Νείλος ο Καλαβρός Α αντιρρητικός ΑΒΒΑΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ ΑΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ ΑΓ. ΗΣΥΧΙΟΣ ΑΓ. ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΑΓ. ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΜΠΡΙΑΝΤΖΑΝΙΝΩΦ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΓ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ ΑΓ. ΛΟΥΚΑΣ ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΑΨΟΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΟΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΑΡΕΙΟΣ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Αγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης ΓΟΓΓΥΣΜΟΣ ΔΑΚΡΥΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΕΞΟΥΔΕΝΩΣΗ ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑ Ερμηνείες ΖΗΛΕΙΑ ΘΗΚΑΡΑΣ Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΚΑΙΡΟΙ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΛΟΓΟΣ ΙΘ ΛΟΓΟΣ ΚΗ΄ ΛΟΓΟΣ ΜΕ Λόγοι αντιρρητικοί ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΙΣΟΣ ΝΗΨΗ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΕΚΑ ΤΡΕΙΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΝΤΑΡΑΣ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Π. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΣΧΑ ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙ ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑΣ ΣΑΡΚΙΚΑ ΠΑΘΗ ΣΕΞ ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΡΙΩΔΙΟ ΥΠΟΔΟΧΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΨΑΛΜΟΙ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ δαίμονες π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ π. ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ π. ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ παπισμός