Φθάσας δέ τινα ποταμὸν καὶ εἰσελθὠν τοῦ περάσαι αὐτόν, τότε ἔγνω τὴν τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦσαν αὐτόν ἀντίληψιν βοηθοῦσαν αὐτῷ καὶ πρὸς τὸ οἰκεῖον ἄγουσαν βούλημα.
Ο όσιος άφησε τα χρεή του, την γυναίκα του, το παιδί του, πήρε μόνον τον πυρετό του και ξεκίνησε για το μοναστήρι. Μέχρι την στιγμή εκείνη δεν είχε καμία αντίληψι εκ μέρους του Θεού, καμία αίσθησι της βοήθειάς Του. Ο Θεός τον απήγαγε και αυτός δεν είχε δοκιμάσει ακόμη τη δύναμί Του. Τον επισκέφθηκε αργότερα η χάρις του Θεού, αλλά χωρίς ο ίδιος να την κερδίση, και χωρίς να φαίνεται ως μεγαλούργημα του Θεού.
Στο πρόσωπο του οσίου Νείλου βλέπομε τον άνθρωπο ο οποίος μέσα στην καρδιά του είχε τον πόθο του Θεού και το αγνοούσε εντελώς. Πραγματικά, ο,τι και αν κάνη κανείς, κάτω από κάθε ενέργειά του κρύβεται ο πόθος του Θεού. Ακόμη και εν τω τρώγειν και εν τω πίνειν και εν τω μεθύειν, υπάρχει μια νοσταλγία του Θεού. Και η καλλιέργεια ακόμη του κήπου είναι ανάμνησις του παραδείσου. Και το όνομα που δίνεις σε κάποιον, σου θυμίζει το όνομα που έδωσε ο Αδάμ στα ζώα και στα φυτά μέσα στον παράδεισο. Και η συναναστροφή με τα ζώα θυμίζει την ψυχή στον παράδεισο, διότι η ψυχή δεν έλαβε την ζωή της τώρα, αλλά μέσα στον παράδεισο, γι᾽αυτό και θυμάται τα πάντα. Αυτή η ανάμνησις, η δύναμις και η προΰπαρξις της ανθρωπίνης φύσεως μέσα στον παράδεισο, κρύβει μέσα της την αίσθησιν του πόθεν έρχεται ο άνθρωπος, την νοσταλγία του Θεού. Ο άνθρωπος όμως δεν το συνειδητοποιεί αυτό.
Ξεκίνησε λοιπόν ο όσιος χωρίς κανένα σημάδι από τον Θεόν, χωρίς καμία παρουσία της δυνάμεώς Του. Συνήθως ο Θεός στον έναν κάνει ένα θαύμα, στον άλλον δίνει ένα όνειρο, στον τρίτο δίνει μια επιτυχία, ο τέταρτος προσεύχεται και παίρνει μία απάντησι. Αυτός τίποτε δεν είχε. Το μόνο που κουβαλούσε ήταν η αρρώστιά του.
Το αυθόρμητο αυτό ξεκίνημα του οσίου, όπως το παρουσιάζει ο βιογράφος, δείχνει ότι αυτός που ενεργεί μέσα στον άνθρωπο είναι ο Θεός. Ακόμη και όταν θέλης και όταν τρέχης και όταν παίζης και όταν αγρυπνής, στην ουσία δεν κάνεις τίποτε από μόνος σου. είσαι ένα αυτόματο που σε άγει ο Θεός. Ακόμη και όταν σκέπτεσαι κάτι, και αυτό είναι από τον Θεόν. Επομένως, εσύ δεν έχης να προσφέρης τίποτε για τη σωτηρία σου. Το παν αρχίζει από τον Θεόν, ενεργείται δια του Θεού και καταλήγει στον Θεόν, ο οποίος θα περικλείση μέσα του τα πάντα. Τα πάντα συγκλείονται μέσα στον Θεόν.
Ο όσιος λοιπόν τα άφησε όλα, ξεκίνησε και βρέθηκε μπροστά σε ένα ποτάμι. Μόλις μπήκε για να το περάση, τότε ἔγνω τὴν τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦσαν αὐτόν ἀντίληψιν βοηθοῦσαν αὐτῷ. Δηλαδή, περνώντας το ποτάμι και αποχωριζόμενος την πατρίδα του, είχε πλέον αποδειχθή η πιστότητά του, οπότε ο Θεός του δίνει τώρα την πρώτη αίσθησι της παρουσίας Του. Για πρώτη φορά του λέγει: Θα δεις ότι εγώ σε ωδηγούσα σε αυτό που έκανες. Τώρα που απεδείχθη η βούλησίς σου, τώρα που μου απέδειξες ότι με αγαπάς και ότι δεν σε νοιάζει τίποτε άλλο παρά μόνον εγώ, τώρα θα σου δείξω και εγώ ποιος είμαι και τί μπορώ να κάνω για σένα.
Καὶ πρὸς τὸ οἰκεῖον ἄγουσαν βούλημα. τὸ οἰκεῖον βούλημα, είναι το βούλημα του θεού, με το οποίο συνταυτίζει τον εαυτό του ο άνθρωπος. τον οδηγέι όμως σε αυτό ο Θεός, αφού και το θέλειν και το ενεργείν είναι του Θεού. Μόνον όταν ενωθή ο άνθρωπος βουλητικά και νοητικά με τον Θεόν, εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για να δεχθή και την θεία ενέργεια και να γίνη άγιος. Να γίνει δηλαδή ο αφορισμένος, ο μεμονωμένος άνθρωπος, ο αποσυνάγωγος, αυτός που χωρίσθηκε από όλα, που τα εγκατέλειψε όλα, για να ανήκει μόνον στον Θεόν. Κάνε και συ αποσυνάγωγο τον εαυτό σου, και τότε μπορείς να ανήκης στον Θεόν.
Για να συναντήση όμως κανείς με οποιονδήποτε τρόπο το μοναδικό συναπάντημα της ζωής του, τον Θεόν, πρέπει να πονάη, να κατατρύχεται, είτε από πυρετό είτε από κάποιον άλλον πόνο, φυχικό, ψυχικό ή πνευματικό. Άνθρωπος που δεν πονάει, που δεν κλαίει, άνθρωπος που δεν σταλάζει το μάτι του, δεν είναι δυνατόν να δη τον Θεόν. Μόνον αυτός που οδύναται βλέπει τον Θεόν. Δεν υπάρχει γέννησις χωρίς ωδίνες. Μόνον ο πόνος μπορεί να απαλλάξη τον άνθρωπο από τις ανθρώπινες επιθυμίες και από τα ανθρώπινα θέλγητρα και από τον ίδιον τον εαυτό του και να τον ενώση με τον Θεόν.
Γι’ αυτόν τον λόγο ο όσιος Νείλος πονούσε και αγαπούσε τον πόνο και δεν τον άφησε μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Αλλοίμονο στον άνθρωπο ο οποίος δεν έχει ακούσιο πόνο. πρέπει να αντικαταστήσει τον ένα ελλείποντα ακούσιο πόνο, με μύριους εκουσίους, για να μπορέσει να αναπληρώσει την έλλειψη και να γνωρίση τον Θεόν.
Επίσης, όποιο θέλει να γίνει άγιος πρέπει να μην προσδοκά τον Θεόν αποδεικτικώς, δηλαδή να μην ζητάη από τον Θεόν σημείο, όπως και ο όσιος Νείλος.
Όταν ζήτησαν οι Ιουδαίοι σημείο από τον ουρανό, ο Κύριος τους αρνήθηκε κάτι τέτοιο. Τους είπε όμως κάτι άλλο: Γκρεμίστε τον ναό αυτόν, και σε τρεις ημέρες θα τον ανοικοδομήσω, εννοώντας το σώμα του. Όταν αργότερα ξαναζήτησαν σημείο, τους απάντησε: Δεν θα δοθή στην γενεά αυτή σημείο, παρά μόνον το σημείο του Ιωνά, ήτοι η τριήμερος ταφή μου και η ανάστασίς μου. Ή πιστεύετε σε μένα ότι υπάρχω ζων, ή δεν πιστεύετε. Σημείο πάντως δεν θα σας δοθή.
Αλλά και όταν ο πλούσιος, στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, ζήτησε από τον Αβραάμ να δοθή σημείο στους αδελφούς του -να αναστηθεί ο Λάζαρος και να πάει να τους κυρήξει την αλήθεια-, τί απάντησε ο Αβραάμ; «‘Έχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας», δεν θα τους δοθή τέτοιο σημείο που ζητάς. Και όταν οι άνθρωποι ζητούσαν θαύματα ως σημεία, ποτέ δεν έκανε θαύματα ο Χριστός. Όπου όμως υπήρχε ανθρώπινος πόνος, πείνα, αρρώστια, μιζέρια, αδυναμία, εκεί έκανε θαυματουργίες, διότι εκεί ήταν η ταπείνωσις, η πτώσις,η αγωνία, η άρνησις της ζωής.
Επομένως αυτός ποα πηγαίνει στο μοναστήρι για να δη τον Θεόν ή για να γίνη άγιος, αυτός έχει ήδη την καραδοκία του. ζητάει σημείο, δεν ζητάει τον Θεόν. Είναι πολύ σημντικό αυτό, διότι συχνά πυκνά και εμείς λέμε ότι πηγαίνομε στο μοναστήρι για τον Θεόν, αλλά στην πραγματικότητα πάμε για τον εαυτό μας. Στον πνευματικό μας προσανατολισμό υπάρχει ένας ευαδαιμονισμός, ένας ατομικισμός, μια επιστροφή στον εαυτό μας και όχι στον Θεόν, η οποία γίνεται με την αναζήτησι των σημείων της χάριτος, της θείας οικονομίας, της ευφροσύνης, της οράσεως του Θεού, της δόξης του Θεού.
Μα δεν μπορώ να ζητώ τον Θεόν; Βεβαίως μπορώ, όταν δεν ζητώ κανένα σημάδι. όταν βαδίζω ώ ο άνθρωπο ο ταπεινός, ο μικρός, ο ανίκανος, ο άπιστος, ο ανάξιος να με συναντήση ο Θεός. όταν νοιώθω ως ο πρώτος των αμαρτωλών και ο τελευταίος των πιστών, ως ο άνθρωπος που δεν είμαι άξιος ούτε τον ιμάντα των υποδημάτων Του να λύσω, ούτε τα υποπόδια των ποδών Του να προσκυνήσω. Όταν αρνηθώ τον εαυτό μου και καταλάβω και πω, Κύριε, δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένα τυφλός, τότε μπορεί να έλθη ο Θεός.
Χαρισματική Οδός (σελ. 9-13)
Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
Ερμηνεία στον βίο του Οσίου Νείλου του Καλαβρού
Έκδοσις Ίνδικτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου