Η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να αποδεχθεί γεγονότα, που έρχονται σε αντίθεση με τον ορθό λόγο. Έτσι είναι φυσικό, ο σημερινός άνθρωπος, που επιδιώκει την άνεση και τον εύκολο τρόπο ζωής και αποφέυγει τον κόπο, τον πόνο και τη θυσία, να δυσκολεύεται να πιστέψει όλα αυτά τα μαρτύρια, που είδαμε ότι αντιμετώπιζαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Και προβάλλουν δύο βασικα ερωτήματα:
- Οι απλοί εκείνοι άνθρωποι σαν τον Κόνωνα τον κηπουρό, πού εύρισκαν τις σοφές απαντήσεις, που απήυθυναν στους δικαστές του;
- Πώς μπορούσαν να αντέξουν οι άνθρωποι εκείνοι τα φρικτά βασανιστήρια και μάλιστα με τόση ειρήνη ψυχής, ακόμα και με χαρά, τα οποία εμείς και μόνον όταν τα διαβάζουμε υποφέρουμε;
Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα τη βρίσκουμε στα λόγια του Κυρίου μας: «Όταν σας σύρουν στα δικαστήρια, μην αγωνιάτε για το τί θα πείτε ή πώς θα το πείτε. Ο Θεός θα σας φωτίσει εκείνη την ώρα τί να πείτε, γιατί δεν θα είστε σείς που θα μιλάτε, αλλά το Άγιο Πνεύμα που θα μιλάει από μέσα σας» (Ματθ. 10,19). Αυτό συνέβαινε και με τους ολιγογράμματους αλλά φωτισμένους από το Άγιο Πνεύμα Αποστόλους και όλους τους Ομολογητές και Μάρτυρες της πίστεως, όταν τους καλούσαν σε απολογία στα δικαστήρια.
Στο δέυτερο ερώτημα ο πλέον κατάλληλος να μας απαντήσει είναι ο ιστορικός Ευσέβιος[1], ο οποίος έζησε κατά την περίοδο των τελευταίων 48 χρόνων των διωγμών και περιέγραψε ως αυτόπτης μάρτυρας τα μαρτύρια των χριστιανών και πώς τα αντιμετώπιζαν οι Μάρτυρες.
Ανθρωπίνως είναι αδύνατον να εξηγηθεί, πώς ευρισκαν τη δύναμη αθώα πρόσωπα, άνθρωποι ακόμα και ασθενικοί ή υπερήλικες ή νεαρά παιδιά όχι μόνον να αντέχουν τα βασανιστήρια αλλά και να αντιμετωπίζουν τον θάνατο με τον τρόπο με τον οποίον τον αντιμετώπιζαν. Το φαινόμενο παραμένει «υπεράνω πάσης εξηγήσεως»[2]. Μόνον με τη δύναμη της πίστεως μπορεί να εξηγηθεί.
Οι Μάρτυρες μπροστά στους βασανιστές τους συμπεριφέρονται με τόση ψυχραιμία και ηρεμία, ώστε να σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι δεν γνωρίζουν πως αυτοί είναι οι μέλλοντες να υποστούν το μαρτύριο.
Όταν ρίχνονται στο αμφιθέατρο, για να κατασπαραχθούν από τα πεινασμένα άγρια θηρία, προχωρούν προς αυτά με προθυμία. Και όταν εκείνα αδρανούν οι Μάρτυρες τα ερεθίζουν να αρχίσουν το έργο τους. Μπροστά στη φωτιά δεν περιμένουν οι Μάρτυρες να τους ρίξουν οι δήμιοι, αλλά οι ίδιοι, με γαλήνιο πρόσωπο, προχωρούν προς τις αναμμένες φλόγες.
Επίσης καταπληκτική είναι η απάθεια με την οποία αντιμετώπιζαν τα θανατικά όργανα και η ψυχραιμία με την οποία δέχονταν τα μαρτύρια, όχι μόνον χωρίς βογγητά και κραυγές πόνου, αλλά με ευχαριστίες και δοξολογίες στον Θεό. Το πρόσωπό τους έλαμπε από αγαλλίαση, σαν να μην ήταν αυτοί βασανιζόμενοι Μάρτυρες, αλλά νικηφόροι αθλητές, που έχαιραν για τη νίκη τους, «σκιρτώντες και υπεραγαλλόμενοι».[3]
Ποια άλλη δύναμη, εκτός από την πανίσχυρη δύναμη της πίστεως, ήταν δυνατόν να καταστήσει τους μάρτυρες ικανούς, να υφίστανται με τέτοιον τρόπο τα βασανιστήρια; Φαίνονταν ότι κατά τις σκληρές εκείνες ώρες των βασάνων τους δεν αισθάνονταν καν αίσθημα πόνου.[4] Έδιναν την εντύπωση ότι είχαν αποδημήσει από το σώμα και ότι πλέον ήσαν άγγελοι.[5] Πράγματι, όσα υπέφερε το σώμα των Μαρτύρων ΄σαν ξένα γι' αυτούς, διότι η ψυχή τους βρισκόταν πλέον στον ουρανό.[6]
Βεβαίως οι Μάρτυρες προτού υποβληθούν στα βασανιστήρια γνώριζαν καλά ότι χρειάζονταν θάρρος και μεγάλη αντοχή, για να υπομείνουν όσα θα συνέβαιναν. Άλλωστε είναι ιδεί τα βασανιστήρια άλλων χριστιανών.[7] Από τους πνευματικούς τους πατέρες και διδασκάλους είχαν ακούσει ότι μπροστά στα φοβερά βασανιστήρια υπήρχε ο κίνδυνος να αισθανθούν, προς στιγμήν, λιποψυχία αλλά να μην δειλιάσουν. Για να ενισχύσει η Εκκλησία αποτελεσματικά τους Μάρτυρες στους σκληρούς αγώνες τους, προσπαθούσε με κάθε τρόπο και μέσα στα δεσμωτήρια να μεταφέρει τα άια και ζωοποιά Μυστήρια και να τους κοινωνεί με το Άγιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου «εις πίστην ακαταίσχυντον», «εις αγιασμόν και ρώμην, εις εφόδιον ζωής αιωνίου και αρραβώνα της μελλούσης ζωής και σωτηρίας».[8] Είναι συγκινητική η προσπάθεια του νεαρού Ταρσίζου (+257) [9] να μεταφέρει τη θεία Ευχαριστία στους φυλακισμένους ετοιμοθάνατους Μάρτυρες. Βαδίζοντας προς τη φυλακή λιθοβολήθηκε από τους ειδωλολάτρες και προστέθηκε στη χορεία των Μαρτύρων. Τη λαχτάρα που είχαν οι Μάρτυρες να μεταλάβουν τα άχραντα Μυστήρια φανερώνει και η πράξη τους ιερέα της Εκκλησίας της Αντιοχείας Λουκιανού.[10] Επειδή ήταν αδύνατο ο Επίσκοπος να βρεί τρόπο να κοινωνήσει στη φυλακή, ο έγκλειστος επίσης ιερέας Λουκιανός τέλεσε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, χρησιμοποιώντας το στήθος του ώς Αγία Τράπεζα. έτσι μπόρεσαν να κοινωνήσουν όλοι οι φυλακισμένοι, οι οποίοι στη συνέχεια έλαβαν τα στεφάνια του Μαρτυρίου.
Με το ακαταμάχητο εφόδιο των Αχράντων Μυστηρίων οι Μάρτυρες αναδεικνύονταν νικητές. Ο Αγωνοθέτης Κύριος, που έφεραν μέσα τους, τους παρείχε πολλά δείγματα της αγάπης Του. Τους ενίσχυε με ουράνια φωνή. Με Αγγέλους Του θεράπευε τα τραύματά τους. Έσβηνε τη φωτιά στην οποία τους είχαν ρίξει. Και με ποικίλους άλλους τρόπους τους βεβαίωνε ότι είναι κοντά τους.
Σε πολλές περιπτώσεις ο Κύριος ενίσχυε τους Μάρτυρες, με όράματα, όπως τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον.[11] Αυτά τα θεία οράματα αποτελούσαν τον αντικατοπτρισμόν του Αγίου Πνεύματος, την ζώσαν μετά του Θεού επικοινωνία, την οποίαν αισθάνονταν τόσο βεβαία, ώστε να δίνει σ' αυτούς τη θαυμαστή εκείνη σταθερότητα και τη δύναμη να αντιμετωπίζουν θαρραλέα και τις σατανικές ακόμη εφευρέσεις των διωκτών τους.[12]
Οι άγιοι Μάρτυρες,[13] γνώριζαν ότι χωρίς τη δύναμη του Θεού δεν θα μπορούσαν τίποτε να επιτύχουν. Γι' αυτό δεν έπαυαν, μαζί με τις ευχαριστίες τους, να ζητούν και τη βοήθεια του Κυρίου στον τραχύ αγώνα τους, ώστε να μείνουν πιστοί μέχρι θανάτου και να αξιωθούν της ουρανίου βασιλείας Του. Κατά την ώρα αυτή δεν προσεύχονταν με αγωνία, αλλά με αισιοδοξία και χαρά. Ήταν βέβαιοι για την τελική νίκη της αληθινής πίστεως. Και αυτή η προσευχή τους ήταν συνεχής και αδιάλειπτη, μέχρι τη στιγμή που παρέδιδαν το πνεύμα τους στα χέρια του Κυρίου, όπως και ο Άγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος, του οποίου τα τελευταία λόγια ήταν «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου».[14]
Κάτι ακόμα (που διαφοροποιεί τους Μάρτυρες της πίστεως από τους οπαδούς οποιασδήποτε ιδεολογίας, που θυσιάστηκαν για τις ιδέες τους) που συγκλόνιζε τους διώκτες των χριστιανών ήταν οι προσευχές τους γι' αυτούς, να τους συγχωρήσει ο Θεός για τα εγκλήματά τους.[15] Ακολουθούσαν και στο σημείο αυτό τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, που πρόλαβε ενώ τον λιθοβολούσαν, να ολοκληρώσει την προσευχή του κράζοντας με φωνή μεγάλη: «Κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτία ταύτην, και τόυτο ειπών εκοιμήθη».[16]
Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα και πολλοί από τους ειδωλολάτρες, που παρακολουθούσαν σε δημόσιους χώρους τα μαρτύρια των χριστιανών, αλλά ακόμη και οι δήμιοι να αναφωνούν: «Μέγας ο Θεός των χριστιανών». Πίστευαν στον Χριστό και ζητουσαν να κατηχηθούν και βαπτισθούν. Υπήρχαν και κάποιοι εκείνη την ώρα που ομολογούσαν την πίστη τους στον Χριστό, ως τον μόνον αληθινόν Θεόν, συλλαμβάνονταν και συνόδευαν στο μαρτύριο τους άλλους. Έτσι λάβαιναν το Άγιο Βάπτισμα του αίματος, το οποίο η Εκκλησία αναγνώριζε όπως και το κανονικό, στο Βαπτιστήριο και μάλιστα του προσέδιδε ακόμη μεγαλύτερη αξία.
Κατόπιν αυτών η Εκκλησία, αντί να σμιρύνεται με τη θανάτωση εκατομμυρίων μελών της, παρουσίαζε καταπληκτική εξάπλωση σε όλες τις χώρες του γνωστού τότε κόσμου. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης, ακόμα και από τα περιβάλλοντα των ρωμαίων αυτοκρατόρων, γίνονταν χριστιανοί.
Έτσι, οι όποιοι καλόπιστοι σημερινοί «λογικοι» προβληματισμοί για το μεγαλειώδες «περικείμενον ημίν νέφος Μαρτύρων»[17] της Εκκλησίας μάς, καταλήγουν σίγουρα στη νικητήρια διαπίστωση: «Τίς Θεός μέγας ώς ο Θεός ημών!».
1. Ο Ευσέβιος γεννήθηκε το 265 δτην Καισάρεια της Παλαιστίνης και απέθανε το 339 ή 340. Κατά τον μεγάλο διωγμό, που άρχισε επι Διοκλητιανού και συνεχίσθηκε μέχρι το 311, περιέγραψε άγριες σκηνές μαρτυρίου, όχι μόνον στην Παλαιστίνη, αλλά και στη Φοινίκη και την Αίγυπτο, Την 15 Νοεμβρίου 307 φυλακίστηκε με άλλους χριστινούς στην Καισάρεια. Διασώθηκε από τον διωγμό και το 313 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Καισάρειας. Έγραψε την πρώτη συστηματική Εκκλησιαστική Ιστορία σε 10 βιβλία από της εποχής του Ιησού Χριστού μέχρι τον θάνατο του Μαξιμίνου (313). Μεταξύ των πολλών άλλων έργων του συγκαταλέγονται ακόμη και τα βιβλία του: «Αρχαίων Μαρτύρων Συναγωγή» (Πράξεις Μαρτύρων προ του διοκλητιανείου διωγμού) και «Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων», το οποίο γράφτηκε το 313. (Θ.Η.Ε. Τομ. 5ος σελ. 1081).
2. Ευσεβ. Ιστ. V 1, 16.
3. Ευσεβ. Ιστ. Ευσεβ. Μάρτ. Παλ. VΙ 26. Σημ. Οι πλείστες παραπομπές στα έργα του Ευσεβίου προέρχονται από εξαίρετη επιστημονική εργασία του τ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Ιερώνυμου (Α΄) Κοτσώνη, «Το ενθουσιαστικόν στοιχείον εις την Εκκλησίαν των Μαρτύρων», από την οποία αντλήσαμε πολύτιμα στοιχεία για τη σύνταξη αυτού του κεφαλαίου.
4. Ευσεβ. Ιστ. V, 1, 55 «Μηδέ αίσθησιν έτι των συμβαινόντων έχουσα δια την ελπίδα και εποχήν των πεπιστευμένων και ομιλίαν προς τον Χριστόν».
5. Ευσεβ. Παλ. Μαερτ. ΧΙ, 12 «Άσαρκος δ' ώσπερ και ασώματος ουδ' επαϊεν δοκών αλγηδόνων»
.6. Ευσεβ. Εκκλ. Ιστ. V, 1
7. Οπ. ανωτ. V!!!, 8-10
8. Ευχαί Θ. Μεταλήψεως
9. Θ.Η.Ε. Τομ. 11ος σελ. 687
10. Συναξάριον του Αγ. Ιερομάρτυρος Λουκιανού Πρεσβυτέρου της εν Αντιοχεία Εκκλησίας, 15ης Οκτωβρίου.
11. «Ατενίσας εις τον ουρανόν (ο Στέφανος) είδε δόξαν Θεού, και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού, και είπεν, ιδού, θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών εστώτα του Θεού». (Πραξ. ξ΄ 55-56).
12. Ιερων. Αρχ. σελ. 56-57
13. Οπ. αν. σελ. 5514. Πραξ. 7, 59
15. Ευσεβ. ΙΣτ. V, 2. Οι μάρτυρες «κατηγόρουν ουδενός, έλυον με άπαντας, εδέσμευον δι' ουδένα και υπέρ των τα δεινά διατιθέντων ηύχοντο καθάπερ Στέφανος ο τέλειος μάρτυς».
16. Πραξ. 7, 60.
17. Εβρ. 12, 1.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΤΡΑΜΠΑ - ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΙΣΙΔΙΑΣ
ΑΘΛΗΤΕΣ ΣΤΕΦΑΝΗΦΟΡΟΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
σελ. 187-184.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου